ἄρρωστος: Difference between revisions
(T22) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἄρρωστον (ῤώννυμι, [[which]] [[see]]), [[without]] [[strength]], [[weak]]; [[sick]]: [[Hippocrates]]), [[Xenophon]], [[Plutarch]].) | |txtha=ἄρρωστον (ῤώννυμι, [[which]] [[see]]), [[without]] [[strength]], [[weak]]; [[sick]]: [[Hippocrates]]), [[Xenophon]], [[Plutarch]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄρρωστος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[αδύνατος]], ο [[ασθενής]]<br /><b>2.</b> ο ψυχικά [[ασθενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει [[διάθεση]]<br /><b>2.</b> ο [[παράλογος]] (π.χ. άρρωστη [[φαντασία]], [[άρρωστος]] [[εγωισμός]])<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[απρόθυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ρώννυμαι</i> (παθ. του [[ρώννυμι]]) «[[είμαι]] σε καλή [[υγεία]], [[υγιαίνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ῥώννυμι)
A weak, sickly, Arist. HA634b14, Plu.2.465c. Adv. -τως, ἔχειν Aeschin.2.14, cf. D.H.7.12; διακεῖσθαι Isoc.19.20. 2 in moral sense, weak, feeble, τὴν ψυχήν X.Ap.30, cf. Oec.4.2 (Comp.). 3 ἀρρωστότερος ἐς τὴν μισθοδοσίαν remiss in payment, Th.8.83. [ᾰρωστος AP11.206 (Lucill.).]
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 faible, malade;
2 fig. non disposé à, avec ἐς.
Étymologie: ἀ, ῥώννυμι.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἄρω- AP 11.206 (Lucill.)
I 1enfermo αὐταὶ δ' αὑτῶν ὁτὲ μὲν ἀρρωστότεραι, ὁτὲ δ' ἰσχύουσι μᾶλλον Arist.HA 634b14, ἐγὼ ... [ἄρρωστ] ος ἐτύγχανον ... ὤν PCair.Zen.18.5 (III a.C.), cf. AP 11.206 (Lucill.), Babr.75.1, D.C.50.18.3, Ael.NA 17.4, Hierocl.Facet.222, GDI 1878.17 (Delfos II a.C.), PMasp.151.185 (IV d.C.)
•subst. ἄρρωστοι τεσσαρεσκαίδεκα catorce casos clínicos Hp.Epid.1.26 tít., οἷον ἀρρώστῳ παραινῶν ἑκάστῳ Plu.2.465c.
2 en sent. moral débil, flojo οὐκ ἄ. τὴν ψυχήν X.Ap.30, τῶν δὲ σωμάτων θηλυνομένων καὶ αἱ ψυχαὶ πολὺ ἀρρωστότεραι X.Oec.4.2
•ἐς τὴν μισθοδοσίαν ἀρρωστότερον peor dispuesto para la paga Th.8.83.
II adv. -ως sin fuerza, en estado enfermizo ἀ. διακεῖσθαι Isoc.19.20, D.H.7.12, Corp.Herm.18.7, ἀ. ἔχειν estar enfermo Aeschin.2.14.
English (Thayer)
ἄρρωστον (ῤώννυμι, which see), without strength, weak; sick: Hippocrates), Xenophon, Plutarch.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄρρωστος, -ον)
1. ο αδύνατος, ο ασθενής
2. ο ψυχικά ασθενής
νεοελλ.
1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση
2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός)
αρχ.
ο απρόθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρώννυμαι (παθ. του ρώννυμι) «είμαι σε καλή υγεία, υγιαίνω»].