ἀλόη: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(T22)
(3)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(on the [[accent]] [[see]] Chandler § 149), (ης, ἡ, ([[commonly]] ξυλαλόν, [[ἀγάλλοχον]]), [[Plutarch]], "the aloe, aloes: [[Herodotus]], the Egyptians did), [[Hebrew]] אֲהָלִים and אֲהָלות ([[see]] Muhlau and Volck [[under]] the words), Alluwe; Linn.: Excoecaria Agallochum. Cf. Winer s RWB [[under]] the [[word]] Aloe (Low § 235; BB. DD.).
|txtha=(on the [[accent]] [[see]] Chandler § 149), (ης, ἡ, ([[commonly]] ξυλαλόν, [[ἀγάλλοχον]]), [[Plutarch]], "the aloe, aloes: [[Herodotus]], the Egyptians did), [[Hebrew]] אֲהָלִים and אֲהָלות ([[see]] Muhlau and Volck [[under]] the words), Alluwe; Linn.: Excoecaria Agallochum. Cf. Winer s RWB [[under]] the [[word]] Aloe (Low § 235; BB. DD.).
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλόη]]) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)<br />[[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]], με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη [[είναι]] η [[αλόη]] τών φαρμακείων<br /><b>νεοελλ.</b><br />πικρή [[γεύση]], [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. [[πιθανώς]] ανατολικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀλοηδάριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλοΐνες</i>, <i>αλοΐτης</i>].
}}
}}

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλόη Medium diacritics: ἀλόη Low diacritics: αλόη Capitals: ΑΛΟΗ
Transliteration A: alóē Transliteration B: aloē Transliteration C: aloi Beta Code: a)lo/h

English (LSJ)

ἡ,

   A bitter aloes, Aloe vera, Dsc.3.22, Plu.2.141f, etc.    2 = ἀγάλλοχον, LXX Ca.4.15 (in Heb. form ἀλώθ), Ev.Jo.19.39.    3 ἀ. γαλλική, = γεντιανή, Ps.-Dsc.3.3.    4 ἀ. ἡπατῖτις, hepatic aloes, Aloe Perryi, Gp.6.6.2.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, die Aloe, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλόη: ἡ, = ἡ ἀλόη, Διοσκ. 3. 25, Πλούτ., ὁ ἀλόας, ὁ ὀπὸς τῆς ἀλόης, Φιλοπ. ἐν Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 389. Hayd.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
aloès, plante.
Étymologie: -.

English (Strong)

of foreign origin (compare ἀκάνθινος); aloes (the gum): aloes.

English (Thayer)

(on the accent see Chandler § 149), (ης, ἡ, (commonly ξυλαλόν, ἀγάλλοχον), Plutarch, "the aloe, aloes: Herodotus, the Egyptians did), Hebrew אֲהָלִים and אֲהָלות (see Muhlau and Volck under the words), Alluwe; Linn.: Excoecaria Agallochum. Cf. Winer s RWB under the word Aloe (Low § 235; BB. DD.).

Greek Monolingual

η (Α ἀλόη) (νεοελλ. και αλοή και αλουή)
ονομασία διαφόρων φυτών, με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα οποία γνωστότερη είναι η αλόη τών φαρμακείων
νεοελλ.
πικρή γεύση, φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. πιθανώς ανατολικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. μσν. ἀλοηδάριον
νεοελλ.
αλοΐνες, αλοΐτης].