ψευδοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(T22)
(47c)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ψευδοδιδασκαλου, ὁ ([[ψευδής]] and [[διδάσκαλος]]), a false [[teacher]]: 2 Peter 2:1.
|txtha=ψευδοδιδασκαλου, ὁ ([[ψευδής]] and [[διδάσκαλος]]), a false [[teacher]]: 2 Peter 2:1.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[δόλιος]] [[δάσκαλος]], [[άτομο]] που σκόπιμα εμφανίζει το [[ψέμα]] σαν [[αλήθεια]] («ψευδοπροφῆται... καὶ ψευδοδιδάσκαλοι», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[διδάσκαλος]].
}}
}}

Revision as of 06:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδοδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: ψευδοδιδάσκαλος Low diacritics: ψευδοδιδάσκαλος Capitals: ΨΕΥΔΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: pseudodidáskalos Transliteration B: pseudodidaskalos Transliteration C: psevdodidaskalos Beta Code: yeudodida/skalos

English (LSJ)

ὁ,

   A false teacher, 2 EP.Petr.2.1.

German (Pape)

[Seite 1394] ὁ, falscher Lehrer, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοδῐδάσκαλος: ὁ, ψευδὴς διδάσκαλος, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 1, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 390C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
faux maître, faux docteur.
Étymologie: ψευδής, διδάσκαλος.

English (Strong)

from ψευδής and διδάσκαλος; a spurious teacher, i.e. propagator of erroneous Christian doctrine: false teacher.

English (Thayer)

ψευδοδιδασκαλου, ὁ (ψευδής and διδάσκαλος), a false teacher: 2 Peter 2:1.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
δόλιος δάσκαλος, άτομο που σκόπιμα εμφανίζει το ψέμα σαν αλήθεια («ψευδοπροφῆται... καὶ ψευδοδιδάσκαλοι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + διδάσκαλος.