ἐπιβουλή: Difference between revisions
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
(T22) |
(13) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἦς, ἡ, a [[plan]] formed [[against]] [[one]] (cf. [[ἐπί]], D. 7), a [[plot]]: γίνεται τινα [[ἐπιβουλή]] [[ὑπό]] τίνος, [[εἰς]] τινα, [[Herodotus]]), [[Thucydides]] [[down]].) | |txtha=ἦς, ἡ, a [[plan]] formed [[against]] [[one]] (cf. [[ἐπί]], D. 7), a [[plot]]: γίνεται τινα [[ἐπιβουλή]] [[ὑπό]] τίνος, [[εἰς]] τινα, [[Herodotus]]), [[Thucydides]] [[down]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐπιβουλή]]) [[επιβουλεύω]]<br />[[σχέδιο]] ενεργειών, μυστική [[προετοιμασία]] και δόλιες ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A plan formed against another, plot, scheme, Hdt. 1.12, Th.4.77, 86, Isoc.4.148, etc.; ἐπιβουλὴν ἐπιβουλεύειν Lys.13.18; πρός τινα against one, X.An.1.1.8; ἐξ ἐπιβουλῆς by treachery, treacherously, ἐξ ἐ. ἀποθανεῖν, ἐξ ἐ. φονεὺς εἶναι, Antipho 2.1.5, 1.3, cf. Th.8.92, X.An.6.4.7, etc.; μετὰ ἐπιβουλῆς designedly, Pl.Lg.867a, al.
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, Vorhaben, Anschlag gegen Einen, Nachstellung, Thuc. 4, 76; ἐπ ιβουλὴν ἀρτύειν Her. 1, 12; ἐπιβουλεύειν Lys. 13, 18; ἐξ ἐπιβουλῆς, hinterlistiger Weise, Thuc. 8, 92; Xen. An. 6, 4, 7; aber auch allgemeiner: mit Vorsatz, Antiph. 1, 3; Plat. Rep. I, 341 a; auch μετ' ἐπιβουλῆς, Legg. IX, 867 a; τῇ ἐπιβουλῇ, im Ggstz von ἀπροβουλίᾳ, ibd.; φθόνοι καὶ ἐπιβουλαί vrbdn Prot. 316 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβουλή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 12, Θουκ. 4. 76, 86· πρός τινα, κατά τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8· ἐξ ἐπιβουλῆς, δι’ ἐπιβουλῆς, ἐξ ἐπιβ. θανών, ἐξ ἐπιβ. φονεὺς Ἀντιφῶν 115. 20., 111. 43· πρβλ. Θουκ. 8. 92, κτλ.· οὕτω καί, μετὰ ἐπιβουλῆς Πλάτ. Νόμ. 867Α κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 dessein prémédité : ἐξ ἐπιβουλῆς, μετ’ ἐπιβουλῆς à dessein, de propos délibéré;
2 en mauv. part machination, complot, intrigue : ἐξ ἐπιβουλῆς THC par trahison préméditée, insidieusement.
Étymologie: ἐπί, βουλή.
English (Strong)
from a presumed compound of ἐπί and βούλομαι; a plan against someone, i.e. a plot: laying (lying) in wait.
English (Thayer)
ἦς, ἡ, a plan formed against one (cf. ἐπί, D. 7), a plot: γίνεται τινα ἐπιβουλή ὑπό τίνος, εἰς τινα, Herodotus), Thucydides down.)
Greek Monolingual
η (AM ἐπιβουλή) επιβουλεύω
σχέδιο ενεργειών, μυστική προετοιμασία και δόλιες ενέργειες εναντίον κάποιου.