παραλλαγή: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(T22) |
(31) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=παραλλαγής, ἡ ([[παραλλάσσω]]), [[variation]], [[change]]: [[Aeschylus]], [[Plato]], [[Polybius]], others.) | |txtha=παραλλαγής, ἡ ([[παραλλάσσω]]), [[variation]], [[change]]: [[Aeschylus]], [[Plato]], [[Polybius]], others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[παραλλάσσω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παραλλάσσω]], [[μεταβολή]], [[τροποποίηση]]<br /><b>2.</b> [[μορφή]] που μοιάζει ως [[προς]] τα κυριότερα χαρακτηριστικά με κάποια [[άλλη]] συγγενική της, [[ποικιλία]] («υπάρχουν πολλές παραλλαγές ορυκτών»)<br />1| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[κάθε]] [[εμφανής]] [[διαφορά]] [[μεταξύ]] κυττάρων, ατόμων ή ομάδων ενός είδους, που οφείλεται σε γενετικά αίτια ή σε [[επίδραση]] περιβαλλοντικών παραγόντων [[κατά]] την [[έκφραση]] του γενετικού δυναμικού<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> η [[μεταμόρφωση]] μιας μουσικής φράσης με διάφορα [[τεχνικά]] [[μέσα]] [[γραφής]] που επηρεάζουν ξέχωρα ή ταυτόχρονα τη [[μελωδία]], τον ρυθμό, το [[μέτρο]], τον τρόπο, το τονικό ύφος, την [[αρμονία]] ή την [[πολυφωνία]], αφήνοντας [[ωστόσο]] το αρχικό [[θέμα]] διακριτό, αλλ. βαριασιόν<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> α) η [[αντικατάσταση]] σημαντικών λέξεων [[κατά]] τις διαβιβάσεις με συνθηματικές λέξεις ή ομάδες γραμμάτων ή αριθμών η οποία αποτελεί ενδιάμεση μέθοδο [[ανάμεσα]] στην ανοιχτή και στην κρυπτογραφική [[επικοινωνία]] και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για τη [[μετάδοση]] πληροφοριών ή διαταγών στο [[πεδίο]] της μάχης οι οποίες [[μετά]] από λίγο δεν θα [[είναι]] χρήσιμες στον εχθρό<br />β) τεχνητή [[απόκρυψη]] στρατιωτικών εγκαταστάσεων, τόπων, [[δρόμων]], ορυγμάτων, παρατηρητηρίων, πολυβολείων κ.λπ., [[καθώς]] και αντικειμένων, όπως λ.χ. αρμάτων μάχης, πυροβόλων, ή και οπλιτών με σκοπό την κάλυψή τους από την εχθρική [[παρατήρηση]], αλλ. [[καμουφλάζ]]<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> [[σύνολο]] μορφολογικών, λειτουργικών και ηθολογικών χαρακτήρων που επιτρέπουν σ' ένα ζώο να περνάει απαρατήρητο, αλλ. [[καμουφλάζ]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παραλλαγή]] πυξίδας»<br /><b>ναυτ.</b> το αλγεβρικό [[άθροισμα]] της μαγνητικής απόκλισης και της παρεκτροπής, δηλ. [[μεταξύ]] της γωνίας που σχηματίζεται [[μεταξύ]] της διεύθυνσης του μαγνητικού και του αληθινού Βορρά και της γωνίας [[κατά]] την οποία η μαγνητική [[βελόνη]] εκτρέπεται [[προς]] τα [[δεξιά]] ή [[προς]] τα αριστερά από την ορθή της [[διεύθυνση]] λόγω της επίδρασης τών σιδηρών όγκων του πλοίου<br />β) «η [[κατά]] παραλλαγήν [[ανάγνωση]]»<br />(βυζ. μουσ.) η [[μουσική]] [[ανάγνωση]] με [[εκφώνηση]] τών ονομασιών τών φθόγγων της βυζαντινής μουσικής, πα, βου, γα κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[παράδοση]] από [[χέρι]] σε [[χέρι]], [[μεταβίβαση]] («φρυκτωριῶν τε καὶ πυρὸς παραλλαγάς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον ήλιο) φαινομενική [[κίνηση]]<br /><b>3.</b> (για [[ουράνιο]] [[σώμα]]) η [[διάβαση]] [[πέρα]] από την [[περιοχή]] που κατέχει κάποιο [[άλλο]] [[ουράνιο]] [[σώμα]]<br /><b>4.</b> [[εναλλαγή]], [[διαδοχή]]<br /><b>5.</b> [[ανταλλαγή]] («διανοίας πρὸς αἴσθησιν παραλλαγήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[στρέβλωση]] της σπονδυλικής στήλης, [[σκολίωση]]<br /><b>7.</b> [[σκέβρωμα]] του ξύλου<br /><b>8.</b> (στους Στωικούς) [[μεταβολή]] έννοιας<br /><b>9.</b> [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]<br /><b>10.</b> ψυχική [[διαταραχή]] («παραλλαγὴ ψυχῆς», Ιάμβλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A passing from hand to hand, transmission, πυρὸς παραλλαγαί A.Ag.490 ; change of position, movement, τὸ τάχος τῆς π., of the sun's apparent motion, Str.17.3.10. b Astrol., of a heavenly body, passing beyond the degree occupied by another, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).113. 2 alternation, μυῶν παραλλαγαὶ καὶ νεύρων their alternate movements, Hp.Art.30 ; παραλλαγὰς τοῖς ποσὶν ἐποίουν, of dancers, Critias 36. 3 distortion of the vertebrae, Hp.Art.48 ; contortion, twisting, of wood, Thphr.HP5.1.12 (pl.). 4 interchange, διανοίας πρὸς αἴσθησιν π. interchange of intellect and sense, putting one for the other, Pl.Tht.196c; π. προσώπων, πτώσεως, A.D.Pron.110.3, Synt.214.9. II difference between things, ποιεῖν τινα π. εὐοσμίας καὶ ἀοσμίας Thphr.HP6.6.5 ; μεγάλας τὰς π. ποιεῖσθαι περί τι Plb.6.7.5 ; μεγάλην ἔχειν π. D.S.5.37, cf. Plot.3.1.5 ; ἡ π. βραχεῖα Phld.Po.2.5 ; ἡ π. ἡ [τοῦ ἀνθρώπου] πρὸς τὰ ἄλογα Arr.Epict.2.8.3 ; κάλλους πρὸς αἶσχος ib.2.23.32. III variety, variation, Thphr.HP2.3.2 ; μεγεθῶν Epicur.Ep.1p.15U. (pl.), al., cf. Chrysipp.Stoic.3.182, Ep.Jac.1.17, Cleom.1.7 ; γραμμῶν καὶ γωνιῶν Theol.Ar.63 ; change of meaning, παραλλαγῶν κατὰ σύμβολον γινομένων Chrysipp.Stoic.2.258, cf. 3.33. IV frenzy, madness, ἐν π. γενέσθαι LXX 4 Ki.9.20 ; π. ψυχῆς perturbation of soul, Iamb.VP 25.111.
German (Pape)
[Seite 487] ἡ, = παράλλαξις; φρυκτωριῶν τε καὶ πυρὸς παραλλαγαί, Aesch. Ag. 476, des Feuers Wechsel; διανοίας πρὸς αἴσθησιν παραλλαγή, Plat. Theaet. 196 c; – der Unterschied, ἡ ἐξ ἀμφοῖν παρ., Pol. 6, 7, 3; vgl. μεγάλην δ' ἔχει παραλλαγὴν τὰ μέταλλα ταῦτα συγκρινόμενα τοῖς κατὰ τὴν Ἀττικήν, D. Sic. 5, 37.
Greek (Liddell-Scott)
παραλλᾰγή: ἡ, ἡ ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα μεταβίβασις, πυρὸς παραλλαγαὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 490. 2) διαδοχή, μυῶν παραλλαγαὶ καὶ νεύρων, αἱ διαδοχικαὶ κινήσεις αὐτῶν, Ἱππ. 797F· π. ποδῶν, αἱ κατ’ ἐναλλαγὴν κινήσεις τῶν ποδῶν κατὰ τὴν ὄρχησιν (πρβλ. Θερμαστρὶς Ι. 2), Bach εἰς Κριτίαν σελ. 96· - διαστροφὴ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815. 3) ἐναλλαγή, διανοίας πρὸς αἴσθησιν π., ἐναλλαγὴ μεταξὺ τοῦ νοῦ καὶ αἰσθήσεως, τὸ τιθέναι θἄτερον ἀντὶ τοῦ ἑτέρου, Πλάτ. Θεαίτ. 196C· πρβλ. Παραλλάσσω Ι. ΙΙ. διαφορὰ μεταξὺ πραγμάτων, ποιεῖν π. τινα εὐοσμίας καὶ ἀοσμίας Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 5· μεγάλας τὰς π. ποιεῖσθαι περί τι Πολύβ. 6. 7, 3· μεγάλην ἔχειν π. Διόδ. 5. 37· ἡ π. τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὰ ἄλογα Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 8, 3· π. κάλλους πρὸς αἶσχος αὐτόθι 2. 23, 32· πρβλ. παράλλαγμα ΙΙ. ΙΙΙ. ἀλλοίωσις, ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ’ ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 17.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
échange (de signaux par le feu).
Étymologie: παραλλάσσω.
English (Strong)
from a compound of παρά and ἀλλάσσω; transmutation (of phase or orbit), i.e. (figuratively) fickleness: variableness.
English (Thayer)
παραλλαγής, ἡ (παραλλάσσω), variation, change: Aeschylus, Plato, Polybius, others.)
Greek Monolingual
η, ΝΑ παραλλάσσω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραλλάσσω, μεταβολή, τροποποίηση
2. μορφή που μοιάζει ως προς τα κυριότερα χαρακτηριστικά με κάποια άλλη συγγενική της, ποικιλία («υπάρχουν πολλές παραλλαγές ορυκτών»)
1