κλαυθμός: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(T22)
(20)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κλαυθμοῦ, ὁ ([[κλαίω]]); from [[Homer]] [[down]]; the Sept. for בְּכִי; [[weeping]], [[lamentation]]: Acts 20:37.
|txtha=κλαυθμοῦ, ὁ ([[κλαίω]]); from [[Homer]] [[down]]; the Sept. for בְּכִי; [[weeping]], [[lamentation]]: Acts 20:37.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κλαυθμός]], Μ και κλαθμός, κλαυμός, κλαημός, κλιαμός)<br />[[κλάμα]], [[κλάψιμο]], [[θρήνος]] («κλαυθμὸς ἅμα διὰ πάντων ἐχώρει καὶ πολὺς [[οἶκτος]] ἦν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(συν. στη φρ.) «[[κλαυθμός]] και [[οδυρμός]]» — [[γοερός]] [[θρήνος]] για [[μεγάλη]] [[συμφορά]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />έντονο [[παράπονο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[θλιβερός]] [[σκοπός]]<br /><b>2.</b> [[θλίψη]]<br /><b>3.</b> δάκρυα χαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλαυ</i>- του [[κλαίω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>κλαυ</i>-<i>σ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θμός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κινη</i>-<i>θμός</i>, <i>μυκη</i>-<i>θμός</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυθμός Medium diacritics: κλαυθμός Low diacritics: κλαυθμός Capitals: ΚΛΑΥΘΜΟΣ
Transliteration A: klauthmós Transliteration B: klauthmos Transliteration C: klafthmos Beta Code: klauqmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Il.24.717, Od.4.212,801, 17.8, A.Ag.1554 (pl., lyr.), Hdt. 1.111, 3.14, etc.;

   A κλαυθμοὶ παίδων Arist.Pol.1336a35, cf. LXX Ge.45.2, al., Ev.Matt.8.12, Plu.Rom.19; κ. μετὰ δακρύων D.S.32.6.

German (Pape)

[Seite 1446] ὁ, das Weinen, Wehklagen; Il. 24, 717; Od. öfters; παύεσθον κλαυθμοῖο γόοιό τε Od. 21, 228; καὶ στοναχή Od. 22, 501; καταθάψωμεν οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν Aesch. Ag. 1533; auch in Prosa, παίδων Arist. polit. 7, 17; Plut. Pericl. 36.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυθμός: ὁ, (κλαίω) κλαῦμα, θρῆνος, Ἰλ. Ω. 717, Ὀδ. Δ. 212, 801., Ρ. 8, κτλ.· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1554· καὶ παρ’ Ἀττ. πεζογράφοις, κλαυθμοὶ παίδων Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 6· κλ. μετὰ δακρύων Διόδ. 32. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lamentation, gémissement.
Étymologie: κλαίω.

English (Strong)

from κλαίω; lamentation: wailing, weeping, X wept.

English (Thayer)

κλαυθμοῦ, ὁ (κλαίω); from Homer down; the Sept. for בְּכִי; weeping, lamentation: Acts 20:37.

Greek Monolingual

ο (AM κλαυθμός, Μ και κλαθμός, κλαυμός, κλαημός, κλιαμός)
κλάμα, κλάψιμο, θρήνος («κλαυθμὸς ἅμα διὰ πάντων ἐχώρει καὶ πολὺς οἶκτος ἦν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(συν. στη φρ.) «κλαυθμός και οδυρμός» — γοερός θρήνος για μεγάλη συμφορά
νεοελλ.-μσν.
έντονο παράπονο
μσν.
1. θλιβερός σκοπός
2. θλίψη
3. δάκρυα χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυ- του κλαίω (πρβλ. αόρ. -κλαυ-σ-α) + επίθημα -θμός (πρβλ. κινη-θμός, μυκη-θμός)].