ἀποδημητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[relativo a uno aficionado a los viajes]] ἀποδημητικῆς ... οὔσης τῆς γενέσεως Vett.Val.98.6, cf. Ps.Dicaearch.1.9.<br /><b class="num">2</b> [[fuera del propio país]] παράστασις Arist.<i>Pol</i>.1308<sup>b</sup>19.<br /><b class="num">3</b> [[migratorio]] de los peces, Basil.M.29.156C<br /><b class="num">•</b>fig. [[mortal]] de un hombre, Arr.<i>Epict</i>.3.24.4, cf. 60, 105.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[relativo a uno aficionado a los viajes]] ἀποδημητικῆς ... οὔσης τῆς γενέσεως Vett.Val.98.6, cf. Ps.Dicaearch.1.9.<br /><b class="num">2</b> [[fuera del propio país]] παράστασις Arist.<i>Pol</i>.1308<sup>b</sup>19.<br /><b class="num">3</b> [[migratorio]] de los peces, Basil.M.29.156C<br /><b class="num">•</b>fig. [[mortal]] de un hombre, Arr.<i>Epict</i>.3.24.4, cf. 60, 105.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀποδημητικός]], -ή, -όν) [[αποδημώ]]<br />αυτός που [[συχνά]] αποδημεί, ο [[μεταναστευτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει<br /><b>2.</b> [[θνητός]].
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδημητικός Medium diacritics: ἀποδημητικός Low diacritics: αποδημητικός Capitals: ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apodēmētikós Transliteration B: apodēmētikos Transliteration C: apodimitikos Beta Code: a)podhmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fond of wandering or travelling, Dicaearch.1.9, Vett.Val. 98.7; παράστασις ἀ. banishment to foreign parts, of ostracism, Arist. Pol.1308b19: metaph., migratory, i.e. mortal, Arr.Epict.3.24.4, cf. ib.60,105.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδημητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Δικαίαρχ. 1. 9· εἰ δὲ μὴ ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, εἰ δὲ μὴ νὰ ἐξοστρακίζωνται εἰς ξένην χώραν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12: μεταφ., διαβατικός, ὅ ἐ. Θνητός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 4· πρβλ. αὐτόθι 60 καὶ 105.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui voyage à l’étranger;
2 qui émigre (de ce monde dans l’autre), mortel.
Étymologie: ἀποδημέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo a uno aficionado a los viajes ἀποδημητικῆς ... οὔσης τῆς γενέσεως Vett.Val.98.6, cf. Ps.Dicaearch.1.9.
2 fuera del propio país παράστασις Arist.Pol.1308b19.
3 migratorio de los peces, Basil.M.29.156C
fig. mortal de un hombre, Arr.Epict.3.24.4, cf. 60, 105.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀποδημητικός, -ή, -όν) αποδημώ
αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός
νεοελλ.
«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν
αρχ.
1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει
2. θνητός.