ἀνερμάτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene lastre]] πλοῖα Pl.<i>Tht</i>.144a, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[inestable]], [[movedizo]] ὁ Τάρταρος Olymp.<i>in Mete</i>.147.4.<br /><b class="num">2</b> fig. de pers. [[inseguro]], [[sin principios]] Plu.2.501d, Plot.1.8.8<br /><b class="num">•</b>[[inestable]] τὰ μεγάλα Longin.2.2, [[εἶδος]] Dam.<i>Pr</i>.413.<br /><b class="num">3</b> fig. [[vacío]] τράπεζα Plu.2.704b.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene lastre]] πλοῖα Pl.<i>Tht</i>.144a, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[inestable]], [[movedizo]] ὁ Τάρταρος Olymp.<i>in Mete</i>.147.4.<br /><b class="num">2</b> fig. de pers. [[inseguro]], [[sin principios]] Plu.2.501d, Plot.1.8.8<br /><b class="num">•</b>[[inestable]] τὰ μεγάλα Longin.2.2, [[εἶδος]] Dam.<i>Pr</i>.413.<br /><b class="num">3</b> fig. [[vacío]] τράπεζα Plu.2.704b.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνερμάτιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πλοία) [[χωρίς]] [[έρμα]], [[σαβούρα]]<br /><b>2.</b> ο [[άστατος]], ο [[αλλοπρόσαλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέχει καλά ένα [[θέμα]], δεν έχει επιστημονική [[συγκρότηση]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ηθικές αρχές και [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[άδειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ερματίζω]] «[[τοποθετώ]] [[έρμα]], [[υποστήριγμα]]»].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερμάτιστος Medium diacritics: ἀνερμάτιστος Low diacritics: ανερμάτιστος Capitals: ΑΝΕΡΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anermátistos Transliteration B: anermatistos Transliteration C: anermatistos Beta Code: a)nerma/tistos

English (LSJ)

ον,

   A without ballast, ὥσπερ τὰ ἀ. πλοῖα Pl.Tht.144a; unstable, Olymp.in Mete.147.4, cf. Gal.UP2.14.    2 metaph., ἀ. τράπεζα an empty table, Plu.2.704b; unstable, εἶδος Dam.Pr.413; also of persons, without ballast, Ph.2.451, Plu.2.501d, Plot.1.8.8; ἀ. ἐαθέντα τὰ μεγάλα Longin.2.2.

German (Pape)

[Seite 226] nicht mit Ballast beschwert, πλοῖα Plat. Theaet. 144 a; τράπεζα, unbesetzt, Plut. Symp. 7, 4, 6. Dah. schwankend, unbeständig, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερμάτιστος: -ον, ὁ ἄνευ ἕρματος, ἤτοι «σαβούρας», ὥσπερ τὰ ἀν. πλοῖα Πλάτ. Θεαίτ. 144Α. 2) μεταφ., ἀν. τράπεζα, κενή, Πλούτ. 2. 704Β· μεταφ., ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, μετέωρος, ἄστατος, αὐτόθι 501D, «κοῦφος τὴν διάνοιαν» Πολυδ. Ε΄, 121, - «ἀνερμάτιστος ναῦς· κούφη σαβούρας» Ἡσύχ. - Ρουγκ. Λογγῖν. 2. 2. - Ἐπίρρ. -στως Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1713, ἔκδ. Μί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a pas d’aplomb, d’assiette.
Étymologie: ἀ, ἑρματίζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene lastre πλοῖα Pl.Tht.144a, cf. Hsch.
inestable, movedizo ὁ Τάρταρος Olymp.in Mete.147.4.
2 fig. de pers. inseguro, sin principios Plu.2.501d, Plot.1.8.8
inestable τὰ μεγάλα Longin.2.2, εἶδος Dam.Pr.413.
3 fig. vacío τράπεζα Plu.2.704b.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνερμάτιστος, -ον)
1. (για πλοία) χωρίς έρμα, σαβούρα
2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση
2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα
αρχ.
ο άδειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, υποστήριγμα»].