ἐπιζάφελος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
(Autenrieth)
(13)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[raging]], [[furious]]; [[χόλος]], Il. 9.525.—Adv., ἐπιζαφέλως, [[vehemently]].
|auten=[[raging]], [[furious]]; [[χόλος]], Il. 9.525.—Adv., ἐπιζαφέλως, [[vehemently]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιζάφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («ὅτε κεν τιν’ [[ἐπιζάφελος]] [[χόλος]] ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια [[οργή]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἐπιζάφελον</i><br />με [[μεγάλη]] [[οργή]] («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζάφελος]]. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το <i>ζα</i> αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης <i>διά</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζα</i>-<i>χρηής</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιζάφελος Medium diacritics: ἐπιζάφελος Low diacritics: επιζάφελος Capitals: ΕΠΙΖΑΦΕΛΟΣ
Transliteration A: epizáphelos Transliteration B: epizaphelos Transliteration C: epizafelos Beta Code: e)piza/felos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A vehement, violent, χόλος Il.9.525. Adv. -λῶς (as if from ἐπιζαφελής, which never occurs, v. Eust.769.22) vehe mently,furiously, ἐ. χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il.9.516, Od.6.330; ἐρεείνειν h.Merc.487: also neut. as Adv., ἐπιζάφελον κοτέουσα A.R. 4.1672.

German (Pape)

[Seite 941] (ζα- od. ὀφέλλω, das simpl. findet sich nicht), heftig, χόλος, Il. 9, 525. Dazu adv. (wie von ἐπιζαφελής) ἐπιζαφελῶς, sehr heftig, χαλεπαίνειν, μενεαίνειν, Il. 9, 516 Od. 6, 330; κοτέειν Orph. Arg. 1359, wie ἐπιζάφελον κοτέουσαι Ap. Rh. 4, 1672; auch ἐρεείνω, H. h. Merc. 487.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
violent.
Étymologie: ἐπί, ζα-, ὀφέλλω².

English (Autenrieth)

raging, furious; χόλος, Il. 9.525.—Adv., ἐπιζαφέλως, vehemently.

Greek Monolingual

ἐπιζάφελος, -ον (Α)
1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον
με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το ζα αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης διά (πρβλ. ζα-χρηής)].