ἠλάσκω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(Autenrieth)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἀλάομαι]]): [[prowl]] [[about]], [[swarm]] [[about]], Il. 12.104, Il. 2.470.
|auten=([[ἀλάομαι]]): [[prowl]] [[about]], [[swarm]] [[about]], Il. 12.104, Il. 2.470.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠλάσκω]] (AM)<br />(επικ. τ. του ρ. [[αλαίνω]] ή [[αλώμαι]]<br />[[περιπλανώμαι]], περιφέρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό του [[αλώμαι]] (θ. <i>αλά</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρέκταση]] -<i>σκ</i>-), η [[μακρότητα]] όμως του αρχικού φωνήεντος <i>η</i>- [[είναι]] δυσερμήνευτη. Κατά μία [[άποψη]] πρόκειται για ασυνήθιστη μεταπτωτική [[βαθμίδα]], παρόμοια της οποίας απαντά στη λετον. (Πρβλ. <i>aluot</i> [[περιπλανώμαι]]», αντίστοιχο του [[αλώμαι]] και <i>al</i>'<i>a</i> «[[μισότρελος]]»). Συγγενές θεωρείται και το θ. <i>ηλε</i>- του [[ηλεός]] «[[τρελός]]». Από συμφυρμό, [[τέλος]], του [[ηλάσκω]] με το [[αλαίνω]], μεταπλασμένο τ. του [[αλώμαι]], προήλθε το ρ. [[ηλαίνω]] «[[περιπλανώμαι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηλασκάζω]]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλάσκω Medium diacritics: ἠλάσκω Low diacritics: ηλάσκω Capitals: ΗΛΑΣΚΩ
Transliteration A: ēláskō Transliteration B: ēlaskō Transliteration C: ilasko Beta Code: h)la/skw

English (LSJ)

Ep. form of ἀλαίνω (cf. ἠλαίνω),

   A wander, stray, roam, [ἔλαφοι] αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες Il.13.104; [μυῖαι] κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν 2.470; of persons, Emp.121.4, D.P.675.

German (Pape)

[Seite 1159] ep. = ἀλάομαι, unstät hin u. her schweifen, umherirren; von den Hirschen, Il. 13, 104; von den Fliegen, umherschwärmen, αἵ τε κατὰ σταθμὸν π οιμνήϊον ἠλάκουσιν 2, 470; Empedocl. 20 u. sp. D., wie D. Per. 675, εἰς ἑτέρην χώρην.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλάσκω: Ἐπ. τύπος τοῦ ἀλαίνω (πρβλ. ἠλαίνω). πλανῶμαι, περιφέρομαι, ἔλαφοι αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες Ἰλ. Ν. 104· μυῖαι κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν Ἰλ. Β. 470· ἐπὶ προσώπων, Ἐμπεδ. 21, Διον. ΙΙ. 675· ἠλάσκαζες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
errer çà et là, fuir.
Étymologie: ἀλάομαι.

English (Autenrieth)

(ἀλάομαι): prowl about, swarm about, Il. 12.104, Il. 2.470.

Greek Monolingual

ἠλάσκω (AM)
(επικ. τ. του ρ. αλαίνω ή αλώμαι
περιπλανώμαι, περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό του αλώμαι (θ. αλά- + παρέκταση -σκ-), η μακρότητα όμως του αρχικού φωνήεντος η- είναι δυσερμήνευτη. Κατά μία άποψη πρόκειται για ασυνήθιστη μεταπτωτική βαθμίδα, παρόμοια της οποίας απαντά στη λετον. (Πρβλ. aluot περιπλανώμαι», αντίστοιχο του αλώμαι και al'a «μισότρελος»). Συγγενές θεωρείται και το θ. ηλε- του ηλεός «τρελός». Από συμφυρμό, τέλος, του ηλάσκω με το αλαίνω, μεταπλασμένο τ. του αλώμαι, προήλθε το ρ. ηλαίνω «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ηλασκάζω].