ἐπάντης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui va en montant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἄντα]].
|btext=ης, ες :<br />qui va en montant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἄντα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπάντης]], -ες (AM)<br />σπάν. τ. [[αντί]] [[ανάντης]]<br />[[ανηφορικός]], [[υψηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άντης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άντα]] «[[αντίκρυ]], [[απέναντι]]») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>άντης</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάντης Medium diacritics: ἐπάντης Low diacritics: επάντης Capitals: ΕΠΑΝΤΗΣ
Transliteration A: epántēs Transliteration B: epantēs Transliteration C: epantis Beta Code: e)pa/nths

English (LSJ)

ες, rare form for ἀνάντης,

   A steep, Th.7.79.

German (Pape)

[Seite 903] ες, bergan, steil in die Höhe, λόφος Thuc. 7, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάντης: -ες, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ ἀνάντης, ἀνηφορικός, «ὑψηλὸς» (Σουΐδ.), Θουκ. 7. 79.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui va en montant.
Étymologie: ἐπί, ἄντα.

Greek Monolingual

ἐπάντης, -ες (AM)
σπάν. τ. αντί ανάντης
ανηφορικός, υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άντης (< άντα «αντίκρυ, απέναντι») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αν-άντης)].