Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐθυμία: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(SL_1)
(15)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>εὐθῡμία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[joy]] ἦ μὰν [[πολλάκι]] καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63) πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, [[πρίν]] [[τις]] εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' (Pae. 1.2) pl., moments of [[joy]], εὐθυμιᾶν τε [[μέτα]] καὶ πόνων (O. 2.34) pro pers., τί ἔρδων [[φίλος]] [[σοί]] τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, [[φίλος]] δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε [[μέλων]] [[εἴην]] fr. 155.
|sltr=<b>εὐθῡμία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[joy]] ἦ μὰν [[πολλάκι]] καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63) πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, [[πρίν]] [[τις]] εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' (Pae. 1.2) pl., moments of [[joy]], εὐθυμιᾶν τε [[μέτα]] καὶ πόνων (O. 2.34) pro pers., τί ἔρδων [[φίλος]] [[σοί]] τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, [[φίλος]] δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε [[μέλων]] [[εἴην]] fr. 155.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐθυμία]]) [[εύθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] του εύθυμου, η καλή [[διάθεση]], η [[ευχαρίστηση]], η [[ικανοποίηση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διασκέδαση]]<br /><b>2.</b> ευχάριστη [[διάθεση]] που φέρνει η [[μέθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[γαλήνη]] της ψυχής, η ψυχική [[ισορροπία]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῡμία Medium diacritics: εὐθυμία Low diacritics: ευθυμία Capitals: ΕΥΘΥΜΙΑ
Transliteration A: euthymía Transliteration B: euthymia Transliteration C: efthymia Beta Code: eu)qumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A cheerfulness, contentment, Pi.I.1.63, Pae.1.2, B.16.125, X.Cyr.4.5.7, Philem.96.4, Men.231, etc.: in pl., Pi.O.2.34, X.Cyr.1.3.12, Arist.Pr.954a25; περὶ εὐθυμίης, title of works by Democritus and Hipparchus Pythagoreus.    II Εὐ. personified, Pi.Fr.155, Memn.4.2, LW45 (Erythrae).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθῡμία: ἡ, φαιδρότης, χαρά, εὐφροσύνη, Πινδ. Ι. 1. 88, Δημόκρ. παρὰ Σενέκᾳ de Tranq. 2, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 7· ἐν τῷ πληθ., Πίνδ. Ο. 2. 63, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bon courage, confiance, joie.
Étymologie: εὔθυμος.

English (Slater)

εὐθῡμία
   1 joy ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63) πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' (Pae. 1.2) pl., moments of joy, εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων (O. 2.34) pro pers., τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐθυμία) εύθυμος
η ιδιότητα του εύθυμου, η καλή διάθεση, η ευχαρίστηση, η ικανοποίηση
μσν.- νεοελλ.
1. διασκέδαση
2. ευχάριστη διάθεση που φέρνει η μέθη
αρχ.
η γαλήνη της ψυχής, η ψυχική ισορροπία.