ἰσοτράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοτράπεζος''': -ον, [[ἴσος]] πρὸς τὴν τράπεζαν, δηλ. [[ἀρκούντως]] [[μέγας]] [[ὥστε]] νὰ γεμίσῃ αὐτήν, [[κάκκαβος]] Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 1, Φιλόξ. 2, 15.
|lstext='''ἰσοτράπεζος''': -ον, [[ἴσος]] πρὸς τὴν τράπεζαν, δηλ. [[ἀρκούντως]] [[μέγας]] [[ὥστε]] νὰ γεμίσῃ αὐτήν, [[κάκκαβος]] Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 1, Φιλόξ. 2, 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσοτράπεζος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μέγεθος]] ίσο με το [[μέγεθος]] τραπεζιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τράπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλι</i>-<i>τράπεζος</i>, <i>φιλο</i>-<i>τράπεζος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοτράπεζος Medium diacritics: ἰσοτράπεζος Low diacritics: ισοτράπεζος Capitals: ΙΣΟΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: isotrápezos Transliteration B: isotrapezos Transliteration C: isotrapezos Beta Code: i)sotra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A equal to the table, i.e. large enough to fill it, κάκκαβος Antiph.182.2, cf. Philox.2.15.

German (Pape)

[Seite 1267] dem Tische gleich an Größe; κάραβος Antiphan. bei Ath. IV, 169 e; Philox. ib. 147 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτράπεζος: -ον, ἴσος πρὸς τὴν τράπεζαν, δηλ. ἀρκούντως μέγας ὥστε νὰ γεμίσῃ αὐτήν, κάκκαβος Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 1, Φιλόξ. 2, 15.

Greek Monolingual

ἰσοτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που έχει μέγεθος ίσο με το μέγεθος τραπεζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλι-τράπεζος, φιλο-τράπεζος].