κνῦμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6_21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνῦμα''': το, ([[κνύω]]) «[[ἠρεμαῖος]] [[κνησμός]]», ἐλαφρὸς [[ἦχος]] ψηλαφήματος, κν. τῶν δακτύλων, ἐπὶ ἀνθρώπου ψηλαφῶντος πρὸς εὕρεσιν τοῦ ῥόπτρου τῆς θύρας ἐν τῷ σκότει, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 36 (διάφ. γραφ. [[κνίσμα]]), πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ.
|lstext='''κνῦμα''': το, ([[κνύω]]) «[[ἠρεμαῖος]] [[κνησμός]]», ἐλαφρὸς [[ἦχος]] ψηλαφήματος, κν. τῶν δακτύλων, ἐπὶ ἀνθρώπου ψηλαφῶντος πρὸς εὕρεσιν τοῦ ῥόπτρου τῆς θύρας ἐν τῷ σκότει, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 36 (διάφ. γραφ. [[κνίσμα]]), πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ.
}}
{{grml
|mltxt=κνῡμα, τὸ (Α) [[κνύω]]<br />[[ελαφρός]] [[ήχος]] ψηλαφήματος («ἤκουσά τοι ὑποδουμένη τὸ κνῡμά σου τῶν δακτύλων», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῦμα Medium diacritics: κνῦμα Low diacritics: κνύμα Capitals: ΚΝΥΜΑ
Transliteration A: knŷma Transliteration B: knyma Transliteration C: knyma Beta Code: knu=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (κνύω)

   A scratching, κ. τῶν δακτύλων, of a person feeling for the door-handle in the dark, Ar.Ec.36, cf. Gal.19.112.

German (Pape)

[Seite 1464] τό, das Kratzen, Reiben, τῶν δακτύλων, das leise Anklopfen an die Thür, Ar. Eccl. 35, Schol. τὸν ἠρεμαῖον κνησμόν.

Greek (Liddell-Scott)

κνῦμα: το, (κνύω) «ἠρεμαῖος κνησμός», ἐλαφρὸς ἦχος ψηλαφήματος, κν. τῶν δακτύλων, ἐπὶ ἀνθρώπου ψηλαφῶντος πρὸς εὕρεσιν τοῦ ῥόπτρου τῆς θύρας ἐν τῷ σκότει, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 36 (διάφ. γραφ. κνίσμα), πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ.

Greek Monolingual

κνῡμα, τὸ (Α) κνύω
ελαφρός ήχος ψηλαφήματος («ἤκουσά τοι ὑποδουμένη τὸ κνῡμά σου τῶν δακτύλων», Αριστοφ.).