κοττίς: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />nom de la tête en dorien.<br />'''Étymologie:''' DELG terme familier obscur. | |btext=ίδος (ἡ) :<br />nom de la tête en dorien.<br />'''Étymologie:''' DELG terme familier obscur. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοττίς]], δωρ. τ. [[κοτίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> [[παρεγκεφαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κοττίς]] [[καθώς]] και η [[συγγενής]] λ. [[κόττος]] «[[πετεινός]], [[κύβος]]» συνδέονται πιθ. με τις λ. [[κότταβος]] και [[κοτύλη]], [[οπότε]] ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κοτ</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ket</i>- «[[λάκκος]], [[δωμάτιο]]», ενώ το διπλό -<i>ττ</i>- οφείλεται [[μάλλον]] σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι λ. αυτές ([[κοττίς]], [[κότταβος]], [[κοτύλη]]) ανάγονται σε ένα προϊνδοευρωπ. ισπανο-καυκασικό γλωσσ. [[υπόστρωμα]]. Η αρχική σημ. τών λ. [[είναι]] «[[κοιλότητα]]» και απ' αυτήν προήλθαν οι σημασίες «[[δοχείο]]» και «[[κεφαλή]]», θ. <i>κοττ</i>- της λ. [[κοττίς]] εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια <i>Κοττάς</i>, <i>Κοττίς</i>, <i>κότταλος</i>, -<i>άλη</i>, <i>κότταρος</i>, <i>Κόττος</i>, <i>Κοττώ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dor. for κεφαλή, Poll.2.29, Phot.
A s.v. προκότταν:— in Hp. written κοτίς, occiput, Morb.2.20, cf. Erot.Fr.56, Gal.19.113.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
nom de la tête en dorien.
Étymologie: DELG terme familier obscur.
Greek Monolingual
κοττίς, δωρ. τ. κοτίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. κεφαλή
2. παρεγκεφαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κοττίς καθώς και η συγγενής λ. κόττος «πετεινός, κύβος» συνδέονται πιθ. με τις λ. κότταβος και κοτύλη, οπότε ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα κοτ- της ΙΕ ρίζας ket- «λάκκος, δωμάτιο», ενώ το διπλό -ττ- οφείλεται μάλλον σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Κατ' άλλη άποψη, οι λ. αυτές (κοττίς, κότταβος, κοτύλη) ανάγονται σε ένα προϊνδοευρωπ. ισπανο-καυκασικό γλωσσ. υπόστρωμα. Η αρχική σημ. τών λ. είναι «κοιλότητα» και απ' αυτήν προήλθαν οι σημασίες «δοχείο» και «κεφαλή», θ. κοττ- της λ. κοττίς εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια Κοττάς, Κοττίς, κότταλος, -άλη, κότταρος, Κόττος, Κοττώ].