κύπερος: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>ion. c.</i> [[κύπειρος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>ion. c.</i> [[κύπειρος]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύπερος]], ὁ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[κύπερη]].———————— <b>(II)</b><br />ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] κυπερώδη, [[οικογένεια]] [[κυπερίδες]], από τα οποία γνωστότερα [[είναι]] ο Cyperus papyrus, ο [[πάπυρος]] τών αρχαίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνειοι λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cyperus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cyperos</i> <span style="color: red;"><</span> [[κύπειρος]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠπερος Medium diacritics: κύπερος Low diacritics: κύπερος Capitals: ΚΥΠΕΡΟΣ
Transliteration A: kýperos Transliteration B: kyperos Transliteration C: kyperos Beta Code: ku/peros

English (LSJ)

ὁ, Ion. for κύπειρος,

   A Cyperus rotundus, Hp.Nat.Mul.58, Hdt.4.71: also in later Gr., Dsc.1.4, Plu.2.383e, Gal.12.54, PSI6.718.4 (iv/v A.D.).    II κ. ἕτερος turmeric, Curcuma longa, Dsc.1.5.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, ion. = κύπειρος; bei Her. 4, 71 eine gewürzige Pflanze, mit welcher die Scythen ihre Könige einbalsamirten.

Greek (Liddell-Scott)

κύπερος: ὁ, πιθαν. Ἰων. ἀντὶ κύπειρος, Ἡρόδ. 4. 71, ― ἔνθα λέγεται ὅτι εἶναι ἀρωματικόν τι φυτὸν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Σκύθαις πρὸς ταρίχευσιν («βαλσάμωμα»), πρβλ. Πλούτ. 2. 383Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ion. c. κύπειρος.

Greek Monolingual

(I)
κύπερος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. κύπερη.———————— (II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη κυπερώδη, οικογένεια κυπερίδες, από τα οποία γνωστότερα είναι ο Cyperus papyrus, ο πάπυρος τών αρχαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειοι λ., πρβλ. αγγλ. cyperus < λατ. cyperos < κύπειρος.