ἀλύκη: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλύκη]], η (Α) [[ἀλύω]]<br />ο [[αλυσμός]].
|mltxt=[[ἀλύκη]], η (Α) [[ἀλύω]]<br />ο [[αλυσμός]].
}}
{{grml
|mltxt=η<br />ειδική [[αβαθής]] [[δεξαμενή]], [[μέσα]] στην οποία πραγματοποιείται η ηλιακή [[εξάτμιση]] του θαλασσινού νερού για την [[παραγωγή]] αλατιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. [[ἁλυκός]]. Η σημερινή [[σημασία]] της λ. [[είναι]] νεώτερη και πιθ. προέρχεται από τη φρ. [[αλυκή]] [[λίμνη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λιμνοθάλασσα]], <i>η</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλυκώδης]].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλύκη Medium diacritics: ἀλύκη Low diacritics: αλύκη Capitals: ΑΛΥΚΗ
Transliteration A: alýkē Transliteration B: alykē Transliteration C: alyki Beta Code: a)lu/kh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A = ἄλυσις, ἀλυσμός, Hp.Aph.7.56, al.

German (Pape)

[Seite 110] ἡ, Unruhe, Angst, Hipp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύκη: [ῠ], ἡ, = ἄλυσις, ἀλυσμός, Ἱππ. Ἀφ. 1260.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): ἁλύκη Gal.18(1).167

• Prosodia: [ᾰλῠ-]
agitación, desasosiego, inquietud Hp.Aph.7.56, Mul.1.8, Epid.2.6.23, Gal.l.c.

• Etimología: Cf. ἀλύω.

Greek Monolingual

ἀλύκη, η (Α) ἀλύω
ο αλυσμός.

Greek Monolingual

η
ειδική αβαθής δεξαμενή, μέσα στην οποία πραγματοποιείται η ηλιακή εξάτμιση του θαλασσινού νερού για την παραγωγή αλατιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἁλυκός. Η σημερινή σημασία της λ. είναι νεώτερη και πιθ. προέρχεται από τη φρ. αλυκή λίμνη (πρβλ. λιμνοθάλασσα, η).
ΠΑΡ. αρχ. ἁλυκώδης.