γαλαθηνός: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(big3_9)
(7)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(γᾰλᾰθηνός) -ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -θεινός <i>SIG</i> 1015.32 (Halicarnaso III a.C.)<br /><b class="num">1</b> de anim. [[de leche]], [[lechal]] νεβροί <i>Od</i>.4.336, cf. Anacr.28.2, πρόβατα Hdt.1.183, ἄρνες καὶ χοῖροι Crates Com.1, cf. Theoc.18.41, LXX <i>Si</i>.46.16, 1<i>Re</i>.7.9, I.<i>AI</i> 6.25, <i>IEryth</i>.207.2, 19 (II a.C.), Gal.17(2).69, Orib.2.68.2, 3, 5, 7, op. τέλεα Pherecr.49, cf. Hp.<i>Aff</i>.43, <i>SIG</i> l.c., ὗς Pherecr.33, cf. Arist.<i>HA</i> 603<sup>b</sup>25, ἔριφοι <i>PCair.Zen</i>.429.17 (III a.C.), αἶγες Orph.<i>L</i>.219, γ. ([[δέλφαξ]]) ἀπὸ γάλακτος lechón</i>, <i>DP</i> 4.46, cf. <i>POxy</i>.3634.15 (V d.C.).<br /><b class="num">2</b> de niños [[lactante]], [[niño de pecho]] τέκος Simon.48.2, βρέφη Clearch.61, ἦθος Simon.38.8.
|dgtxt=(γᾰλᾰθηνός) -ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -θεινός <i>SIG</i> 1015.32 (Halicarnaso III a.C.)<br /><b class="num">1</b> de anim. [[de leche]], [[lechal]] νεβροί <i>Od</i>.4.336, cf. Anacr.28.2, πρόβατα Hdt.1.183, ἄρνες καὶ χοῖροι Crates Com.1, cf. Theoc.18.41, LXX <i>Si</i>.46.16, 1<i>Re</i>.7.9, I.<i>AI</i> 6.25, <i>IEryth</i>.207.2, 19 (II a.C.), Gal.17(2).69, Orib.2.68.2, 3, 5, 7, op. τέλεα Pherecr.49, cf. Hp.<i>Aff</i>.43, <i>SIG</i> l.c., ὗς Pherecr.33, cf. Arist.<i>HA</i> 603<sup>b</sup>25, ἔριφοι <i>PCair.Zen</i>.429.17 (III a.C.), αἶγες Orph.<i>L</i>.219, γ. ([[δέλφαξ]]) ἀπὸ γάλακτος lechón</i>, <i>DP</i> 4.46, cf. <i>POxy</i>.3634.15 (V d.C.).<br /><b class="num">2</b> de niños [[lactante]], [[niño de pecho]] τέκος Simon.48.2, βρέφη Clearch.61, ἦθος Simon.38.8.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γαλαθηνός]], -ή, -όν)<br />(για βρέφη και νεογνά ζώων) αυτός που θηλάζει [[ακόμη]], που δεν τρώει [[ακόμη]] [[στερεά]] [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]] <span style="color: red;">+</span> <i>θη</i>-, [[θήσθαι]] (απρμφ. ενεστ. με [[σημασία]] «θηλάζειν») <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>νο</i>-<i>ς</i> [[κατά]] το [[αγανός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[επιήρανος]], [[θαλπνός]], [[τιθήνη]])].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλᾰθηνός Medium diacritics: γαλαθηνός Low diacritics: γαλαθηνός Capitals: ΓΑΛΑΘΗΝΟΣ
Transliteration A: galathēnós Transliteration B: galathēnos Transliteration C: galathinos Beta Code: galaqhno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sucking, young, tender, νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.51; τέκος Simon.52; ἄρνες Theoc.18.41, J.AJ6.2.2; γαλαθηνά (sc. πρόβατα) Hdt.1.183; (sc. χοιρία) opp. τέλεια, Pherecr.44, cf. Hp.Aff.43, SIG1015.32 (Halic., written γαλαθεινός) ; ἀρνῶν καὶ χοίρων Crates Com.1; ὗς Pherecr.28, cf. Arist.HA603b25; βρέφη Clearch.17, cf. Theoc.24.31. (γάλα, θῆσθαι.)

German (Pape)

[Seite 470] όν, noch Milch saugend, jung, zart (γάλα – θαώ, θῆσθαι, θήσατο); Hom. zweimal, ἔλαφος νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνούς Odyss. 4, 336. 17, 127; – Anacr. bei Ael. N. A. 5, 39; γαλαθηνά Her. 1, 183; βρέφη, Ath. IX, 396 c, wo Bsple aus comic.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλαθηνός: -ή, -όν, βυζαίνων, θηλάζων, νέος, τρυφερός, νεβροὶ Ὀδ. Δ. 336· τέκος Σιμων. 20· ἄρνες Θεόκρ. 18. 41· γαλαθηνὰ (ἐνν. πρόβατα) Ἡρόδ. 1. 183· ἐπὶ θηλαζόντων χοίρων, Κράτ. Γειτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 5· ἔτι δὲ βρέφη Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 396C· ἐπὶ γαλαθεινῷ (sic), ἀντίθ. πρὸς τὸ τῷ τελείῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 32.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui tète encore, càd tout jeune, tendre, délicat.
Étymologie: γάλα, R. θα ou θη, sucer, téter.

English (Autenrieth)

(θῆσθαι): milk-sucking, sucking; νεβροί, Od. 4.336 and Od. 17.127.

Spanish (DGE)

(γᾰλᾰθηνός) -ή, -όν

• Grafía: graf. -θεινός SIG 1015.32 (Halicarnaso III a.C.)
1 de anim. de leche, lechal νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.28.2, πρόβατα Hdt.1.183, ἄρνες καὶ χοῖροι Crates Com.1, cf. Theoc.18.41, LXX Si.46.16, 1Re.7.9, I.AI 6.25, IEryth.207.2, 19 (II a.C.), Gal.17(2).69, Orib.2.68.2, 3, 5, 7, op. τέλεα Pherecr.49, cf. Hp.Aff.43, SIG l.c., ὗς Pherecr.33, cf. Arist.HA 603b25, ἔριφοι PCair.Zen.429.17 (III a.C.), αἶγες Orph.L.219, γ. (δέλφαξ) ἀπὸ γάλακτος lechón, DP 4.46, cf. POxy.3634.15 (V d.C.).
2 de niños lactante, niño de pecho τέκος Simon.48.2, βρέφη Clearch.61, ἦθος Simon.38.8.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γαλαθηνός, -ή, -όν)
(για βρέφη και νεογνά ζώων) αυτός που θηλάζει ακόμη, που δεν τρώει ακόμη στερεά τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + θη-, θήσθαι (απρμφ. ενεστ. με σημασία «θηλάζειν») + (επίθημα) -νο-ς κατά το αγανός (πρβλ. επιήρανος, θαλπνός, τιθήνη)].