γεωργικός: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[agrícola]], [[relativo a la agricultura]] σκεύη Ar.<i>Pax</i> 552, cf. <i>PLugd.Bat</i>.22.10.7(II a.C.), [[βίος]] Ar.<i>Pax</i> 588, Pl.<i>Phdr</i>.248e, Vett.Val.371.12, νόμοι Pl.<i>Lg</i>.842e, βιβλίον γ. tratado de agricultura</i> Plu.<i>Cat.Ma</i>.25, ὑπουργία <i>BGU</i> 197.17 (I d.C.) en <i>BL</i> 1.25, ἐργασία <i>PMasp</i>.107.11 (VI d.C.), ἔργα <i>PMerton</i> 68.24 (II d.C.), κόποι <i>CIG</i> 4659 (Palestina III d.C.), κτήνη <i>PTeb</i>.27.56 (II a.C.), γεωργικὰ ζῷα animales de labor</i>, <i>PHamb</i>.23.24 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ γ. [[la agricultura]] Pl.<i>Lg</i>.889d, <i>Phdr</i>.276b, Sch.D.T.445.29<br /><b class="num">•</b>neutr. τὸ γ., τὰ γεωργικά [[lo relativo al campo]], [[geórgicas]] tít. de diferentes tratados de agricultura, de Demócrito, Colum.11.3.2, de Nicandro, Ath.92c, de Virgilio, Diom.486.2, tb. n. de un poema mélico, Procl.<i>Chr</i>.37, 98.<br /><b class="num">2</b> astrol. [[propicio para la agricultura]] τὸ ζῴδιον Vett.Val.7.3.<br /><b class="num">3</b> subst. plu. τὰ γεωργικά [[tierras cultivadas]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.180.<br /><b class="num">II</b> de pers. [[experto en el cultivo del campo]], [[agricultor]] [[ἀνήρ]] Pl.<i>Grg</i>.490e, cf. X.<i>Mem</i>.1.1.7, λεώς Ar.<i>Pax</i> 921, πλῆθος Arist.<i>Pol</i>.1317<sup>a</sup>25, δῆμος Arist.<i>Pol</i>.1318<sup>b</sup>9<br /><b class="num">•</b>[[amante de la agricultura]] Ἰανὸν ... ὡς πολιτικὸν καὶ γεωργικὸν μᾶλλον ἢ πολεμικὸν γενόμενον Plu.2.268c<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ γεωργικοί [[los que entienden del campo]] op. οἱ ἱππικοί Pl.<i>Ap</i>.20b.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[al modo de un agricultor]] Clem.Al.<i>Strom</i>.1.1.15, Poll.7.141. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[agrícola]], [[relativo a la agricultura]] σκεύη Ar.<i>Pax</i> 552, cf. <i>PLugd.Bat</i>.22.10.7(II a.C.), [[βίος]] Ar.<i>Pax</i> 588, Pl.<i>Phdr</i>.248e, Vett.Val.371.12, νόμοι Pl.<i>Lg</i>.842e, βιβλίον γ. tratado de agricultura</i> Plu.<i>Cat.Ma</i>.25, ὑπουργία <i>BGU</i> 197.17 (I d.C.) en <i>BL</i> 1.25, ἐργασία <i>PMasp</i>.107.11 (VI d.C.), ἔργα <i>PMerton</i> 68.24 (II d.C.), κόποι <i>CIG</i> 4659 (Palestina III d.C.), κτήνη <i>PTeb</i>.27.56 (II a.C.), γεωργικὰ ζῷα animales de labor</i>, <i>PHamb</i>.23.24 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ γ. [[la agricultura]] Pl.<i>Lg</i>.889d, <i>Phdr</i>.276b, Sch.D.T.445.29<br /><b class="num">•</b>neutr. τὸ γ., τὰ γεωργικά [[lo relativo al campo]], [[geórgicas]] tít. de diferentes tratados de agricultura, de Demócrito, Colum.11.3.2, de Nicandro, Ath.92c, de Virgilio, Diom.486.2, tb. n. de un poema mélico, Procl.<i>Chr</i>.37, 98.<br /><b class="num">2</b> astrol. [[propicio para la agricultura]] τὸ ζῴδιον Vett.Val.7.3.<br /><b class="num">3</b> subst. plu. τὰ γεωργικά [[tierras cultivadas]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.180.<br /><b class="num">II</b> de pers. [[experto en el cultivo del campo]], [[agricultor]] [[ἀνήρ]] Pl.<i>Grg</i>.490e, cf. X.<i>Mem</i>.1.1.7, λεώς Ar.<i>Pax</i> 921, πλῆθος Arist.<i>Pol</i>.1317<sup>a</sup>25, δῆμος Arist.<i>Pol</i>.1318<sup>b</sup>9<br /><b class="num">•</b>[[amante de la agricultura]] Ἰανὸν ... ὡς πολιτικὸν καὶ γεωργικὸν μᾶλλον ἢ πολεμικὸν γενόμενον Plu.2.268c<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ γεωργικοί [[los que entienden del campo]] op. οἱ ἱππικοί Pl.<i>Ap</i>.20b.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[al modo de un agricultor]] Clem.Al.<i>Strom</i>.1.1.15, Poll.7.141. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γεωργικός]], -ή, -όν) [[γεωργία]] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη [[γεωργία]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Γεωργικά</i><br />[[τίτλος]] τεσσάρων ποιητικών βιβλίων του Βεργιλίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα γεωργικά</i><br />η [[ενασχόληση]] με τις γεωργικές εργασίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[έμπειρος]] [[γεωργός]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που αγαπά τις αγροτικές ασχολίες, ο [[καλός]], ο [[άξιος]] [[γεωργός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «γεωργικόν [[βιβλίον]]» — [[σύγγραμμα]] [[πάνω]] στην αγροτική [[οικονομία]]<br /><b>4.</b> (το θηλ ως ουσ.) <i>η γεωργική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[γεωργία]], η [[καλλιέργεια]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα γεωργικά</i><br />α) [[πραγματεία]] για τη [[γεωργία]]<br />β) χωράφια. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A agricultural, σκεύη Ar.Pax 552; κόποι γ. CIG4659 (Palestine, iii A. D.); ὑπηρεσία BGU 197.17 (i A. D.); βιβλίον γ. a book on rural economy, Plu.Cato Ma.25; ἡ γ. (sc. τέχνη) agriculture, farming, Pl.Lg.889d, etc.; τὰ γ. lands, Chrysipp.Stoic.3.180; also, treatise on agriculture, Democr.26b, Ath. 14.649d; esp. that of Nicander, Id.3.92c. II occupied or skilled in farming, Arist.Pol.1317a25; δῆμος ib.1318b9; λεώς Ar.Pax920:— as Subst., a good farmer, Pl.Ap.20b, etc.; fond of rural pursuits, Plu.2.268c. Adv. -κῶς Poll.7.141.
German (Pape)
[Seite 488] ή, όν, zum Landbau gehörig, σκεύη Ar. Pax 544; βίος Plat. Phaedr. 248 e; νόμοι Legg. VIII, 842 e; ἡ γ. τέχνη, Kunst des Ackerbaues, Phaedr. 276 b; Arist. Polit. 1, 8 u. öfter; ὁ γεωργικός, im Landbau erfahren, περὶ γῆν φρόνιμος Plat. Gorg. 490 e; λεώς Ar. Pax 887; Xen. Mem. 1, 1, 7; superl. 3, 3, 9; Freund des Ackerbaues, Plut. qu. Rom. 19. – Adv., Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
γεωργικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς καλλιεργίαν, σκεύη, βίος Ἀριστοφ. Εἰρ. 552, 590· ὁ γ. λεώς, ὁ χωρικὸς λαός, ὁ αὐτ. 920· κόποι γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4659· βιβλίον περὶ τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας, Πλούτ. Κάτ. Πρεσβ. 25·―ἡ γ. (ἐνν. τέχνη), καλλιεργία τῆς γῆς, Πλάτ. Νόμ. 889Β, κτλ.·―τὰ γεωργικά, χωράφια, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1044D· ἀλλ᾿ ὡσαύτ., πραγματεία περὶ γεωργίας, Ἀθήν. 649D. ΙΙ. ἐπιτήδειος, ἔμπειρος περὶ τὴν γεωργίαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 2·―ὡς οὐσιαστ., καλὸς γεωργός, Πλάτ. Ἀπολ. 20Β, κτλ.· ὁ ἐπιδιώκων, ἀγαπῶν ἀγροτικὰ ἔργα, Πλούτ. 2. 268Β·―ἐπιρρ. –κῶς Κλήμ. Ἀλ. 325, Πολυδ. Ζ΄, 141.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. d’agriculture, d’agriculteur;
II. en parl. de pers.
1 expert en agriculture ; ὁ γεωργικός habile agriculteur, bon fermier;
2 amateur d’agriculture;
Sp. γεωργικώτατος.
Étymologie: γεωργός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1agrícola, relativo a la agricultura σκεύη Ar.Pax 552, cf. PLugd.Bat.22.10.7(II a.C.), βίος Ar.Pax 588, Pl.Phdr.248e, Vett.Val.371.12, νόμοι Pl.Lg.842e, βιβλίον γ. tratado de agricultura Plu.Cat.Ma.25, ὑπουργία BGU 197.17 (I d.C.) en BL 1.25, ἐργασία PMasp.107.11 (VI d.C.), ἔργα PMerton 68.24 (II d.C.), κόποι CIG 4659 (Palestina III d.C.), κτήνη PTeb.27.56 (II a.C.), γεωργικὰ ζῷα animales de labor, PHamb.23.24 (VI d.C.)
•subst. ἡ γ. la agricultura Pl.Lg.889d, Phdr.276b, Sch.D.T.445.29
•neutr. τὸ γ., τὰ γεωργικά lo relativo al campo, geórgicas tít. de diferentes tratados de agricultura, de Demócrito, Colum.11.3.2, de Nicandro, Ath.92c, de Virgilio, Diom.486.2, tb. n. de un poema mélico, Procl.Chr.37, 98.
2 astrol. propicio para la agricultura τὸ ζῴδιον Vett.Val.7.3.
3 subst. plu. τὰ γεωργικά tierras cultivadas Chrysipp.Stoic.3.180.
II de pers. experto en el cultivo del campo, agricultor ἀνήρ Pl.Grg.490e, cf. X.Mem.1.1.7, λεώς Ar.Pax 921, πλῆθος Arist.Pol.1317a25, δῆμος Arist.Pol.1318b9
•amante de la agricultura Ἰανὸν ... ὡς πολιτικὸν καὶ γεωργικὸν μᾶλλον ἢ πολεμικὸν γενόμενον Plu.2.268c
•subst. οἱ γεωργικοί los que entienden del campo op. οἱ ἱππικοί Pl.Ap.20b.
III adv. -ῶς al modo de un agricultor Clem.Al.Strom.1.1.15, Poll.7.141.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γεωργικός, -ή, -όν) γεωργία 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη γεωργία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Γεωργικά
τίτλος τεσσάρων ποιητικών βιβλίων του Βεργιλίου
νεοελλ.
(ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεωργικά
η ενασχόληση με τις γεωργικές εργασίες
αρχ.
1. ο έμπειρος γεωργός
2. ως ουσ. αυτός που αγαπά τις αγροτικές ασχολίες, ο καλός, ο άξιος γεωργός
3. φρ. «γεωργικόν βιβλίον» — σύγγραμμα πάνω στην αγροτική οικονομία
4. (το θηλ ως ουσ.) η γεωργική (ενν. τέχνη)
η γεωργία, η καλλιέργεια
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεωργικά
α) πραγματεία για τη γεωργία
β) χωράφια.