διάημι: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(big3_11) |
(9) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> lesb., chipr. ζάημι <i>Inc.Lesb</i>.35.7, Hsch.s.u.u. ζάεντες y ζάει, pero v. [[διΐημι]]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [impf. διάη <i>Od</i>.5.478, 19.440]<br />[[soplar el viento a través de]], [[traspasar soplando]] τὴν μὲν (λόχμην) ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων <i>Od</i>.19.440, cf. 5.478, πώεα ... οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Βορέω Hes.<i>Op</i>.517, c. gen. o giro prep. τῶν (θηρῶν) ... διάησι (Βόρεας) Hes.<i>Op</i>.514, διὰ παρθενικῆς [[ἁπαλόχροος]] οὐ διάησιν Hes.<i>Op</i>.519<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[ser traspasado por el viento]] ὄφρα (ἕρπυλλος) κλάδοις μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηται Nic.<i>Fr</i>.74.41. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> lesb., chipr. ζάημι <i>Inc.Lesb</i>.35.7, Hsch.s.u.u. ζάεντες y ζάει, pero v. [[διΐημι]]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [impf. διάη <i>Od</i>.5.478, 19.440]<br />[[soplar el viento a través de]], [[traspasar soplando]] τὴν μὲν (λόχμην) ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων <i>Od</i>.19.440, cf. 5.478, πώεα ... οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Βορέω Hes.<i>Op</i>.517, c. gen. o giro prep. τῶν (θηρῶν) ... διάησι (Βόρεας) Hes.<i>Op</i>.514, διὰ παρθενικῆς [[ἁπαλόχροος]] οὐ διάησιν Hes.<i>Op</i>.519<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[ser traspasado por el viento]] ὄφρα (ἕρπυλλος) κλάδοις μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηται Nic.<i>Fr</i>.74.41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διάημι]] (Α) [[άημι]]<br />[[διαπνέω]], [[φυσώ]] [[μέσα]] από [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], impf. διάην, Ep. Verb,
A blow through, c. acc., τοὺς [θάμνους] . . οὔτ' ἀνέμων διάη μένος Od.5.478; πώεα . . οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Hes.Op.517: c. gen., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [Βορέας] ib.514.
German (Pape)
[Seite 578] (s. ἄημι), durchwehen; Odyss. 5, 478. 19, 440 θάμνους –. τοὺς (λόχμῃ –. τὴν) μὲν ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων, var. lect. διάει, vgl. Scholl. – Hes. O. 514; τινός, 511; διά τινος, 517.
Greek (Liddell-Scott)
διάημι: παρατ. διάην, Ἐπ. ῥῆμα, φυσῶ διά μέσου, διαπνέω, μετ’ αἰτιατ., τοὺς [θάμνους]… οὔτ’ ἀνέμων διάη (διάει) μένος Ὀδ. Ε. 478, Τ. 440· πώεα… οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516· μετὰ γεν., τῶν [οὐρῶν] ψυχρὸς ἐὼν διάησι [[[Βορέας]]] αὐτόθι 514.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. διάει;
souffler à travers.
Étymologie: διά, ἄημι.
English (Autenrieth)
ipf. διάει (διάη): blow through, Od. 5.478 and Od. 19.440.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): lesb., chipr. ζάημι Inc.Lesb.35.7, Hsch.s.u.u. ζάεντες y ζάει, pero v. διΐημι
• Morfología: [impf. διάη Od.5.478, 19.440]
soplar el viento a través de, traspasar soplando τὴν μὲν (λόχμην) ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων Od.19.440, cf. 5.478, πώεα ... οὐ διάησι ἲς ἀνέμου Βορέω Hes.Op.517, c. gen. o giro prep. τῶν (θηρῶν) ... διάησι (Βόρεας) Hes.Op.514, διὰ παρθενικῆς ἁπαλόχροος οὐ διάησιν Hes.Op.519
•en v. pas. ser traspasado por el viento ὄφρα (ἕρπυλλος) κλάδοις μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηται Nic.Fr.74.41.