δῖνος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(Bailly1_2)
(9)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> tournoiement :<br /><b>1</b> tourbillon de vent;<br /><b>2</b> tourbillon d’eau, remous;<br /><b>3</b> vertige circulaire;<br /><b>4</b> aire à battre le grain;<br /><b>II.</b> objet tourné :<br /><b>1</b> vase à boire;<br /><b>2</b> <i>mot cyrénéen c.</i> [[ποδονιπτήρ]].<br />'''Étymologie:''' [[δίνη]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> tournoiement :<br /><b>1</b> tourbillon de vent;<br /><b>2</b> tourbillon d’eau, remous;<br /><b>3</b> vertige circulaire;<br /><b>4</b> aire à battre le grain;<br /><b>II.</b> objet tourné :<br /><b>1</b> vase à boire;<br /><b>2</b> <i>mot cyrénéen c.</i> [[ποδονιπτήρ]].<br />'''Étymologie:''' [[δίνη]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α δῑνος)<br />ο [[ψυκτήρας]], ο [[σπειροειδής]] [[σωλήνας]] του αποστακτικού λέβητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνη]], κυκλική [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> [[στρόβιλος]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] χορού<br /><b>4.</b> [[ίλιγγος]], [[ζάλη]]<br /><b>5.</b> [[αλώνι]]<br /><b>6.</b> πήλινο [[αγγείο]] για [[κρασί]], [[δείνος]]<br /><b>7.</b> [[τόρνος]]<br /><b>8.</b> η [[περιστροφή]] την οποία έδωσε ο Νους στον κόσμο [[κατά]] τον Αναξαγόρα<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «Δῑνος βασιλεύει τὸν Δί' ἐξεληλακώς» — βασιλεύει ο Δίνος (με [[διπλή]] [[σημασία]]: α. ο Δίνος του Αναξαγόρα<br />β. ο [[ίλιγγος]], η [[ζαλάδα]])<br /><b>10.</b> πήλινο [[αγγείο]] κατάλληλο για την [[ψύξη]] του κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[δίνη]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῖνος Medium diacritics: δῖνος Low diacritics: δίνος Capitals: ΔΙΝΟΣ
Transliteration A: dînos Transliteration B: dinos Transliteration C: dinos Beta Code: di=nos

English (LSJ)

ὁ,

   A like δίνη, whirling, rotation, such as Anaxagoras held to be the effect of νοῦς as the regulator of the Universe, Clem.Al.Strom.2.14 (pl.); personified, Δῖνος βασιλεύει τὸν Δί' ἐξεληλακώς Ar.Nu.828: generally, ὁ τοῦ κοσκίνου δ. Democr.164; σφενδόνης δ. Onos.17.    2 eddy, whirlpool, Epicur.Ep.2pp.38,47U., Arist.Pr.932a5, Plu.2.404f; δ. ἀπὸ τοῦ παντὸς ἀποκριθῆναι παντοίων εἰδέων Democr.167: metaph., δῖνοι ἡδυλόγου σοφίης cj. in Timo 67.4.    3 a dance, Hdn.Gr.2.492, Eust.1166.10.    II vertigo, Hp.VC11.    III round threshing-floor, Telesill.7, cj. in X.Oec.18.5.    IV round goblet, Ar.V.618, IG11(2).110 (Delos, iii B. C.), al. (cf. δεῖνος, which is freq. v. l. and is found in puns with δεινός, Apolloph.1, Arched.1.4).

German (Pape)

[Seite 631] ὁ, 1) = δίνη, Wirbel; αἰθέριος Ar. Nub. 379; Schwindel, Hippocr, vgl. σκοτοδινία; – eine Art Tanz, Schol. Il. 3, 391. – 2) nach Eust. u. E. M. ein Werkzeug der Drechsler, u. dah. ein großes rundgedrebtes Trinkgefäß, Ar. Vesp. 618, nach dem Schol. ἀγγεῖόν τι κεράμειον οἴνου, στρογγύλον κάτω; vgl. Ath. XI, 467 d, wo δεῖνος steht, Bei den Kyrenäern auch ποδονιπτήρ. – 3) die runde Dreschtenne, Ath. a. a. O., Ael. H. A. 2, 25, wie auch Xen. Oec. 18, 5 für δεινός zu schreiben; denn in den VLL. ist oft δεινέω u. ä. wegen des langen ι geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

δῖνος: ὁ, ὡς τὸ δίνη, περιδίνησις, περιστροφή, ἣν κατὰ τὸν Ἀναξαγόραν ἐνεποίησεν ὁ νοῦς, ὁ ῥυθμιστὴς τοῦ σύμπαντος, Κλήμ. Ἀλ. 435· τοῦτο ὑπαινιττόμενος ὁ Ἀριστοφ. λέγει ἐν Νεφ. 828, Δῖνος βασιλεύει, τὸν Δί’ ἐξεληλακώς, πρβλ. 380· πρβλ. Grote Πλάτων· 1. 59. 2) στρόβιλος, Ἐπικ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105· -χορὸς ὅμοιος πρὸς τὸ νεώτερον waltz, Εὐστ. 1166. 10, Ἡσύχ. ΙΙ. σκοτοδινία, σκότωσις, Λατ. vertigo, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903. ΙΙΙ. ὁ κυκλοτερὴς χῶρος, ἐν ᾧ οἱ βόες ἡλώνιζον τὸν σῖτον, ἁλώνιον, Τελέσιλλα 2 Bgk., Ξεν. Οἰκ. 18, 5· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 179. IV. μέγα στρογγύλον ποτήριον (γραφόμενον ὡσαύτως καί δεῖνος), Ἀριστοφ. Σφηξ. 618· παρὰ τοῖς Κυρηναίοις = ποδανιπτήρ, Ἀθήν. 467Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. tournoiement :
1 tourbillon de vent;
2 tourbillon d’eau, remous;
3 vertige circulaire;
4 aire à battre le grain;
II. objet tourné :
1 vase à boire;
2 mot cyrénéen c. ποδονιπτήρ.
Étymologie: δίνη.

Greek Monolingual

ο (Α δῑνος)
ο ψυκτήρας, ο σπειροειδής σωλήνας του αποστακτικού λέβητα
αρχ.
1. δίνη, κυκλική κίνηση
2. στρόβιλος
3. είδος χορού
4. ίλιγγος, ζάλη
5. αλώνι
6. πήλινο αγγείο για κρασί, δείνος
7. τόρνος
8. η περιστροφή την οποία έδωσε ο Νους στον κόσμο κατά τον Αναξαγόρα
9. φρ. «Δῑνος βασιλεύει τὸν Δί' ἐξεληλακώς» — βασιλεύει ο Δίνος (με διπλή σημασία: α. ο Δίνος του Αναξαγόρα
β. ο ίλιγγος, η ζαλάδα)
10. πήλινο αγγείο κατάλληλο για την ψύξη του κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίνη.