ἔνταλμα: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(T22) |
(12) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἐνταλματος, τό ([[ἐντέλλομαι]] ([[see]] [[ἐντέλλω]])), a [[precept]]: plural, διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων; (Winer's Grammar, 25).) | |txtha=ἐνταλματος, τό ([[ἐντέλλομαι]] ([[see]] [[ἐντέλλω]])), a [[precept]]: plural, διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων; (Winer's Grammar, 25).) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἔνταλμα]])<br />[[εντολή]], [[διαταγή]] («διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας», ΠΔ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />έγγραφη [[άδεια]] ή [[εντολή]] επίσημης αρχής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έγγραφη [[εντολή]] αρμόδιας δικαστικής ή ανακριτικής αρχής με την οποία διατάσσεται η [[σύλληψη]] («[[ένταλμα]] συλλήψεως»), βίαιη [[προσαγωγή]], [[προφυλάκιση]] ή προσωπική [[κράτηση]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[μήνυμα]], [[είδηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἐντολή, LXXIs.29.13, Ev.Matt.15.9, al.
German (Pape)
[Seite 853] τό, der Auftrag, Befehl, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνταλμα: τό, = ἐντολή, ἐντάλματα ἀνθρώπων Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΚΘ΄, 13), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιε΄, 9, κλ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
en lit. jud.-crist. orden, mandato ἐντάλματα ἀνθρώπων LXX Is.29.13, cf. Ep.Col.2.22, ἐξελεύσομαι ... ἐν ἐντάλμασιν αὐτοῦ LXX Ib.23.11, cf. 2Ep.Clem.17.3, Basil.M.31.629A, ἔ. καὶ ἔργον Iust.Phil.Dial.67.10, νομίμων ἐντάλματα Gr.Thaum.Annunt.M.10.1169A, cf. Cyr.Al.Mt.152.8, Gr.Naz.M.37.1108A, Epiph.Const.Haer.70.5.3.
English (Strong)
from ἐντέλλομαι; an injunction, i.e. religious precept: commandment.
English (Thayer)
ἐνταλματος, τό (ἐντέλλομαι (see ἐντέλλω)), a precept: plural, διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων; (Winer's Grammar, 25).)
Greek Monolingual
το (AM ἔνταλμα)
εντολή, διαταγή («διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
έγγραφη άδεια ή εντολή επίσημης αρχής
νεοελλ.
1. έγγραφη εντολή αρμόδιας δικαστικής ή ανακριτικής αρχής με την οποία διατάσσεται η σύλληψη («ένταλμα συλλήψεως»), βίαιη προσαγωγή, προφυλάκιση ή προσωπική κράτηση κάποιου
2. μήνυμα, είδηση.