ἐπικράτεια: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> empire, souveraineté;<br /><b>2</b> empire sur soi-même;<br /><b>3</b> pays soumis à une domination, empire, royaume.<br />'''Étymologie:''' *ἐπικρατής.
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> empire, souveraineté;<br /><b>2</b> empire sur soi-même;<br /><b>3</b> pays soumis à une domination, empire, royaume.<br />'''Étymologie:''' *ἐπικρατής.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπικράτεια]]) [[επικρατής]]<br />εδαφική [[έκταση]] στην οποία ασκείται η [[εξουσία]] μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />«Συμβούλιο της Επικρατείας» — ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί και συμβουλευτικό όργανο της κεντρικής διοίκησης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κράτος]], [[πολιτεία]], [[χώρα]] που υπάγεται σε ενιαίο [[διοίκηση]] («η ελληνική [[επικράτεια]]»)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[χρόνος]] της εξουσίας κάποιου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυριότητα]], [[εξουσία]], [[κυριαρχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπεροχή]], [[νίκη]] («ταῆς Καρχηδονίων ἐπικρατείας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγμ. ή καταστάσεις) [[δύναμη]], [[τάση]] για [[επικράτηση]], [[υπερίσχυση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αἱ κατ’ ἐπικράτειαν δόξαι» — η [[θεωρία]], η [[δοξασία]] που επικρατεί.
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρᾰτεια Medium diacritics: ἐπικράτεια Low diacritics: επικράτεια Capitals: ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ
Transliteration A: epikráteia Transliteration B: epikrateia Transliteration C: epikrateia Beta Code: e)pikra/teia

English (LSJ)

ἡ,

   A mastery, σωφροσύνη ἐστὶν ἐ. τῶν ἐπιθυμιῶν ib.4 Ma.1.31; possession, X.Cyr.5.4.28; rule, Plb. 12.25.3, etc.; victory, superiority, Id.2.1.3.    2. predominance, in heredity, Placit.5.7.6; διάφορος τῶν χυμῶν . S.E.P.1.80; τὸ κατ' ἐπικράτειαν ὠνομασμένον αἷμα named from its dominant element, opp. εἰλικρινὲς αἷμα, Gal.15.74, cf. 5.672, 17(2).216; παρὰ τὰς ἐ. Placit.4.9.9: Gramm., prevalence, authority, A.D. Synt.256.26, al.; numerical superiority, ib.326.14.    3. prevailing opinion, ἐν τοῖς συμβαίνουσιν . . κατὰ τὴν ἐ . . . στροβοῦνται Polystr.p.22 W.; αἱ κατ' ἐπικράτειαν δόξαι Epicur.Nat. 1431.8.    II. of a country, realm, dominion, ἄπιμεν . . ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας X.An.7.6.42, cf. Hier.6.13; ὑπὸ τῇ ἐ. τοῦ χωρίου within the country subject to the place, Id.An.6.4.4; ἡ Καρχηδονίων ἐ. Pl.Ep.349c; of a Roman province, Ph. 2.518,583 (pl.).

German (Pape)

[Seite 953] ἡ, Uebergewalt, Oberherrschaft, Gewalt; ἔξω τῆς τοῦ τυράννου ἐπικρατείας γίγνεσθαι Xen. Hier. 6, 13; öfter Pol.; Sieg, 2, 1, 3, D. Cass. 65, 18; – das Gebiet, εἰς τὴν Καρχηδονίων ἐπικράτειαν φυγεῖν Plat. Ep. VII, 349 c; κρήνη ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. An. 6, 2, 4; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικράτεια: ἡ, (ἐπικρᾰτὴς) κυριότης, κυριαρχία, κατοχή, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 28, Πολύβ. 12. 25, 3, κτλ.˙ ὑπεροχή, νίκη, τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπικρατείας Πολύβ. 2. 1, 3. 2) ἐπικράτησις, Πλούτ. 2. 906C, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 80. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, ἡ οὖσα ὑπὸ τὸ κράτος, τήν ἐξουσίαν τινός, ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας Ξεν. Ἀν. 7. 6, 42˙ κρήνη δὲ ἡδέος ὕδατος... ἐπ’ αὐτῇ τῇ θαλάττῃ ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου, ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ χωρίου, αὐτόθι 6. 4, 4˙ φθάνει... εἰς τὴν Καρχηδονίαν ἐπικράτειαν ἐκφυγὼν Πλάτ. Ἐπιστ. 349C. - Ἐπὶ γλώσσης, χρῆσις, Ἀπολλ. Δ. Σύντ. 326. 13, Ἀριστείδ. Κυντ. 44.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 empire, souveraineté;
2 empire sur soi-même;
3 pays soumis à une domination, empire, royaume.
Étymologie: *ἐπικρατής.

Greek Monolingual

η (AM ἐπικράτεια) επικρατής
εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η εξουσία μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», Ξεν.)
νεοελλ.
«Συμβούλιο της Επικρατείας» — ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί και συμβουλευτικό όργανο της κεντρικής διοίκησης
νεοελλ.-μσν.
κράτος, πολιτεία, χώρα που υπάγεται σε ενιαίο διοίκηση («η ελληνική επικράτεια»)
μσν.
ο χρόνος της εξουσίας κάποιου
αρχ.-μσν.
κυριότητα, εξουσία, κυριαρχία
αρχ.
1. υπεροχή, νίκη («ταῆς Καρχηδονίων ἐπικρατείας», Πολ.)
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) δύναμη, τάση για επικράτηση, υπερίσχυση
3. φρ. «αἱ κατ’ ἐπικράτειαν δόξαι» — η θεωρία, η δοξασία που επικρατεί.