ἐπιπόθητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
(T22)
(13)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐπιποθητον, longed for: Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 65,1 [ET]; the Epistle of Barnabas 1,3 [ET]); Appendix Hisp. 43; Eustathius; (cf. Winer's Grammar, § 34,3).)  
|txtha=ἐπιποθητον, longed for: Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 65,1 [ET]; the Epistle of Barnabas 1,3 [ET]); Appendix Hisp. 43; Eustathius; (cf. Winer's Grammar, § 34,3).)  
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπόθητος]], -ον (AM) [[επιποθώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) [[αρεστός]], [[λαχταριστός]] («ὁ [[ἐπιπόθητος]] [[ὄντως]] [[οὗτος]] [[ἰχθύς]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιπόθητος]], [[επιθυμητός]], [[αγαπημένος]]<br /><b>2.</b> [[ανεκπλήρωτος]], αυτός που ποθεί [[κάποιος]] [[επειδή]] δεν πραγματοποιήθηκε. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιποθήτως</i><br />με πόθο, με [[επιθυμία]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπόθητος Medium diacritics: ἐπιπόθητος Low diacritics: επιπόθητος Capitals: ΕΠΙΠΟΘΗΤΟΣ
Transliteration A: epipóthētos Transliteration B: epipothētos Transliteration C: epipothitos Beta Code: e)pipo/qhtos

English (LSJ)

ον,

   A longed for, desired, Ep.Phil.4.1; missed, found wanting, ὅρκοι App.Hisp.43.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόθητος: -ον, ποθητός, ἐπιθυμητός, Ἀππ. Ἰβηρ. 43, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. δ΄, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
désiré, regretté.
Étymologie: ἐπιποθέω.

English (Strong)

from ἐπί and a derivative of the latter part of ἐπιποθέω; yearned upon, i.e. greatly loved: longed for.

English (Thayer)

ἐπιποθητον, longed for: Clement of Rome, 1 Corinthians 65,1 [ET]; the Epistle of Barnabas 1,3 [ET]); Appendix Hisp. 43; Eustathius; (cf. Winer's Grammar, § 34,3).)

Greek Monolingual

ἐπιπόθητος, -ον (AM) επιποθώ
μσν.
(για πράγμ.) αρεστός, λαχταριστός («ὁ ἐπιπόθητος ὄντως οὗτος ἰχθύς», Ευστ.)
αρχ.
1. περιπόθητος, επιθυμητός, αγαπημένος
2. ανεκπλήρωτος, αυτός που ποθεί κάποιος επειδή δεν πραγματοποιήθηκε.
επίρρ...
ἐπιποθήτως
με πόθο, με επιθυμία.