θητεία: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />salaire, prix d’un travail à la journée.<br />'''Étymologie:''' [[θητεία]].
|btext=ας (ἡ) :<br />salaire, prix d’un travail à la journée.<br />'''Étymologie:''' [[θητεία]].
}}
{{grml
|mltxt=η [[θητεύω]]<br />(Α [[θητεία]])<br /><b>1.</b> η [[υπηρεσία]] τών κληρωτών στον στρατό, η στρατιωτική [[θητεία]], το στρατιωτικό<br /><b>2.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] της υπηρεσίας του κληρωτού<br /><b>3.</b> οποιαδήποτε [[υπηρεσία]] που εκτελείται σε ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] («η [[θητεία]] του προέδρου της Δημοκρατίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[υπηρεσία]] με [[μισθό]] («ἐπὶ θητείαν ἰόντας», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[δουλοπρέπεια]], [[κολακεία]], [[χαμέρπεια]] («[[θητεία]] ὄχλων ἢ δυναστῶν», Επίκ.).
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θητεία Medium diacritics: θητεία Low diacritics: θητεία Capitals: ΘΗΤΕΙΑ
Transliteration A: thēteía Transliteration B: thēteia Transliteration C: thiteia Beta Code: qhtei/a

English (LSJ)

ἡ, (θητεύω)

   A hired service, service, S.OT1029, Isoc.14.48: in pl., ib.11.38, D.H.2.19.    2 servility, sycophancy, c. gen., θ. ὄχλων ἢ δυναστῶν Epicur.Sent.Vat.67.

German (Pape)

[Seite 1211] ἡ, Lohndienst; Soph. O. R. 1029; VLL. μίσθωσις, δουλεία; Isocr. 14, 48 ἐπὶ θητείαν ἰόντες, Ggstz von δουλεύοντες. Von Sp. D. Hal. 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

θητεία: ἡ, (θητεύω) ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσία, ὑπηρεσία, Σοφ. Ο. Τ. 1020, Ἱσοκρ. 306 Α· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 228 Ε, Διον. Ἁλ. 2. 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
salaire, prix d’un travail à la journée.
Étymologie: θητεία.

Greek Monolingual

η θητεύω
θητεία)
1. η υπηρεσία τών κληρωτών στον στρατό, η στρατιωτική θητεία, το στρατιωτικό
2. το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του κληρωτού
3. οποιαδήποτε υπηρεσία που εκτελείται σε ορισμένο χρονικό διάστημα («η θητεία του προέδρου της Δημοκρατίας»)
αρχ.
1. η υπηρεσία με μισθό («ἐπὶ θητείαν ἰόντας», Ισοκρ.)
2. δουλοπρέπεια, κολακεία, χαμέρπειαθητεία ὄχλων ἢ δυναστῶν», Επίκ.).