μητίετα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
(Autenrieth)
(25)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[μητίομαι]]), nom., [[for]] -της: counselling, ‘[[all]]-[[wise]],’ epith. of [[Zeus]].
|auten=([[μητίομαι]]), nom., [[for]] -της: counselling, ‘[[all]]-[[wise]],’ epith. of [[Zeus]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μητίετα]], ὁ (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που συμβουλεύει, [[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του Δία) [[πάνσοφος]], [[επινοητικός]] («[[μητίετα]] [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κλητική [[προσφώνηση]] [[κατά]] το [[νεφεληγερέτα]], πιθ. υποκατάστατο ενός αμάρτυρου τ. <i>μητῖτα</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῆτις]] (Ι)].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητίετα Medium diacritics: μητίετα Low diacritics: μητίετα Capitals: ΜΗΤΙΕΤΑ
Transliteration A: mētíeta Transliteration B: mētieta Transliteration C: mitieta Beta Code: mhti/eta

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, Ep. for μητιέτης,

   A counsellor, freq. in Hom., as epith. of Ζεύς, all-wise, Il.1.175, al. [μητιετᾰ, though in Hom. ᾱ always by position; later μητιέτης Corn.ND20; acc. μητιέτην, of a man, IG5 (2).156 (Tegea).]

German (Pape)

[Seite 178] bei Hom. u. Hes. in der häufig wiederkehrenden Vrbdg μητίετα Ζεύς, =

Greek (Liddell-Scott)

μητίετα: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μητιέτης, σύμβουλος, φρόνιμος, συνετός, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διός, πάνσοφος, κατὰ τὸν Δοιδεριλ., πολύβουλος, ἐπινοητικός. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μῆτις· πρβλ. ὀφιήτης, πολιήτης) [μητιετᾰ, ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ᾱ ἐν θέσει].

French (Bailly abrégé)

adj. m.
touj. avec le nomin. Ζεύς ou le voc. Ζεῦ;
prudent, sage.
Étymologie: μῆτις.

English (Autenrieth)

(μητίομαι), nom., for -της: counselling, ‘all-wise,’ epith. of Zeus.

Greek Monolingual

μητίετα, ὁ (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που συμβουλεύει, φρόνιμος, συνετός
2. (ως επίθ. του Δία) πάνσοφος, επινοητικόςμητίετα Ζεύς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κλητική προσφώνηση κατά το νεφεληγερέτα, πιθ. υποκατάστατο ενός αμάρτυρου τ. μητῖτα < μῆτις (Ι)].