λαμπαδηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(eksahir)
(22)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[que porta una antorcha]]
|esgtx=[[que porta una antorcha]]
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λαμπαδηφόρος]])<br />αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[λαμπαδηφορία]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[λαμπαδάριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κηροπήγιο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οί λαμπαδηφόροι</i><br />[[τίτλος]] θεατρικού έργου του Φιλεταίρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπᾰδηφόρος Medium diacritics: λαμπαδηφόρος Low diacritics: λαμπαδηφόρος Capitals: ΛΑΜΠΑΔΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lampadēphóros Transliteration B: lampadēphoros Transliteration C: lampadiforos Beta Code: lampadhfo/ros

English (LSJ)

ὁ,

   A torch-bearer, A.Ag.312, Ar.Fr.442, IG22. 1250, 2.965b28: -οι, title of play by Philetaerus; but also, candelabra, JRS18.162 (Jerash, iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 11] fackeltragend, Aesch. Ag. 303. Nach Hesych. hieß so der im Fackelwettlauf gesiegt hatte.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδηφόρος: ὁ, ὁ φέρων λαμπάδα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 312, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 105, Συλλ. Ἐπιγρ. 4555.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte un flambeau dans les sacrifices.
Étymologie: λαμπάς, φέρω.

Spanish

que porta una antorcha

Greek Monolingual

ο (AM λαμπαδηφόρος)
αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηφορία
μσν.
ο λαμπαδάριος
αρχ.
1. κηροπήγιο
2. στον πληθ. οί λαμπαδηφόροι
τίτλος θεατρικού έργου του Φιλεταίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -φόρος (< φέρω). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].