λύγισμα: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λύγισμα''': [ῠ], τό, [[κάμψις]], [[στροφή]], Ἡσύχ.· - ἐπὶ περιπλόκου μουσικῆς, Γρηγ. Ναζ. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[λύγισμα]], αἰσχρὰ [[φωνή]], βδελυρὸν ᾆσμα, ὃ λέγουσιν Ἀλεξανδρεῖς». | |lstext='''λύγισμα''': [ῠ], τό, [[κάμψις]], [[στροφή]], Ἡσύχ.· - ἐπὶ περιπλόκου μουσικῆς, Γρηγ. Ναζ. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[λύγισμα]], αἰσχρὰ [[φωνή]], βδελυρὸν ᾆσμα, ὃ λέγουσιν Ἀλεξανδρεῖς». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[λύγισμα]], Μ και λύγισμαν) [[λυγίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[λυγίζω]], [[κύρτωση]], [[κάμψη]], καμπύλωση («[[λύγισμα]] της [[μέσης]]»)<br /><b>2.</b> [[εναλλαγή]], [[τσάκισμα]] της φωνής στο [[τραγούδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υποχώρηση]] σε δυσκολίες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> χαριτωμένη, φιλάρεσκη [[κίνηση]] του σώματος, [[ακκισμός]], [[νάζι]] («με [[σείσμα]] και με [[λύγισμα]] τη [[σκάλα]] ν' ανεβαίνει» Πολίτ.)<br /><b>2.</b> (βυζ. μουσ.) ένα από τα [[σαράντα]] άφωνα [[σημεία]] ή τις μεγάλες υποστάσεις της αρχαίας σημειογραφίας της βυζαντινής μουσικής<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[λύγισμα]] αἰσχρά [[φωνή]], βδελυρὸν [[ᾆσμα]], ὃ λέγουσιν Ἀλεξανδρεῑς». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A sprain, Dsc.5.117; λυγίσμασι· συγκάμμασι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 67] τό, das Gewundene, Gekrümmte, Gedrehte, Sp. u. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
λύγισμα: [ῠ], τό, κάμψις, στροφή, Ἡσύχ.· - ἐπὶ περιπλόκου μουσικῆς, Γρηγ. Ναζ. - Κατὰ Σουΐδ.: «λύγισμα, αἰσχρὰ φωνή, βδελυρὸν ᾆσμα, ὃ λέγουσιν Ἀλεξανδρεῖς».
Greek Monolingual
το (AM λύγισμα, Μ και λύγισμαν) λυγίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λυγίζω, κύρτωση, κάμψη, καμπύλωση («λύγισμα της μέσης»)
2. εναλλαγή, τσάκισμα της φωνής στο τραγούδι
νεοελλ.
υποχώρηση σε δυσκολίες
νεοελλ.-μσν.
1. χαριτωμένη, φιλάρεσκη κίνηση του σώματος, ακκισμός, νάζι («με σείσμα και με λύγισμα τη σκάλα ν' ανεβαίνει» Πολίτ.)
2. (βυζ. μουσ.) ένα από τα σαράντα άφωνα σημεία ή τις μεγάλες υποστάσεις της αρχαίας σημειογραφίας της βυζαντινής μουσικής
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «λύγισμα αἰσχρά φωνή, βδελυρὸν ᾆσμα, ὃ λέγουσιν Ἀλεξανδρεῑς».