μάρη: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br />main.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> manus, alb. marr « tenir ».
|btext=(ἡ) :<br />main.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> manus, alb. marr « tenir ».
}}
{{grml
|mltxt=[[μάρη]], ἡ (Α)<br />[[χέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι η λ. [[μάρη]], [[καθώς]] και το λατ. <i>manus</i> «[[χέρι]]», ανάγονται σε αρχαίο ετερόκλιτο θ. σε <i>r</i> / <i>n</i>. Το θ. σε -<i>n</i> εμφανίζεται στο αρχ. νορβ. <i>mund</i> «[[χέρι]]», κελτ. <i>manal</i> «[[δέσμη]], [[δεμάτι]]», χεττιτ. <i>manijahh</i> «[[παίρνω]] στα χέρια, [[διοικώ]]», ενώ το θ. σε -<i>r</i> εμφανίζεται πιθ. στο αλβαν. <i>m</i><i>ā</i><i>rr</i> «[[τείνω]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, αμφισβητείται η σημ. «[[χέρι]]» του τ. [[μάρη]], υποστηρίζεται ότι η λ. σημαίνει «[[εύκολος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τη σημ. του [[ευμαρής]]) και συνδέεται με τη λ. [[μέρος]]. Εκφράζονται αμφιβολίες, εξάλλου, αν η λ. [[είναι]] θηλυκού γένους ή [[μήπως]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί πληθ. [[αριθμός]] ενός ουδετέρου με σιγμόληκτο [[θέμα]] (<i>τὸ μάρος</i> - <i>τὰ [[μάρη]]). Η λ. [[μάρη]] ως β' συνθετικό εμφανίζεται στα [[σύνθετα]] [[ευμαρής]] και [[δυσμαρής]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευχερής]], [[δυσχερής]])].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρη Medium diacritics: μάρη Low diacritics: μάρη Capitals: ΜΑΡΗ
Transliteration A: márē Transliteration B: marē Transliteration C: mari Beta Code: ma/rh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A = χείρ, hand, Pi.Fr.310. (Hence εὐμαρής, εὐμάρεια.)

German (Pape)

[Seite 95] ἡ, nach Schol. Il. 15, 137 bei Pind. = χείρ, soll Stammwort von μάρπτω u. εὐμαρής sein.

Greek (Liddell-Scott)

μάρη: [ᾰ], ἡ, = χείρ, Πινδ. Ἀποσπ. 276· ὁπόθεν ἐτυμολογοῦνται αἱ λέξ. εὐμαρής, εὐμάρεια.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
main.
Étymologie: DELG cf. lat. manus, alb. marr « tenir ».

Greek Monolingual

μάρη, ἡ (Α)
χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. μάρη, καθώς και το λατ. manus «χέρι», ανάγονται σε αρχαίο ετερόκλιτο θ. σε r / n. Το θ. σε -n εμφανίζεται στο αρχ. νορβ. mund «χέρι», κελτ. manal «δέσμη, δεμάτι», χεττιτ. manijahh «παίρνω στα χέρια, διοικώ», ενώ το θ. σε -r εμφανίζεται πιθ. στο αλβαν. mārr «τείνω». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, αμφισβητείται η σημ. «χέρι» του τ. μάρη, υποστηρίζεται ότι η λ. σημαίνει «εύκολος» (πρβλ. τη σημ. του ευμαρής) και συνδέεται με τη λ. μέρος. Εκφράζονται αμφιβολίες, εξάλλου, αν η λ. είναι θηλυκού γένους ή μήπως πρέπει να θεωρηθεί πληθ. αριθμός ενός ουδετέρου με σιγμόληκτο θέμα (τὸ μάρος - τὰ μάρη). Η λ. μάρη ως β' συνθετικό εμφανίζεται στα σύνθετα ευμαρής και δυσμαρής (πρβλ. ευχερής, δυσχερής)].