μηριαῖος: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de la cuisse ; ἡ μηριαία cuisse d’un cheval <i>ou</i> d’un chien.<br />'''Étymologie:''' [[μηρός]].
|btext=α, ον :<br />de la cuisse ; ἡ μηριαία cuisse d’un cheval <i>ou</i> d’un chien.<br />'''Étymologie:''' [[μηρός]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α μηριαῑος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηριαία [[αρτηρία]]»<br /><b>ανατ.</b> η βασική [[αρτηρία]] για την [[αιμάτωση]] τών στοιχείων του μηρού<br />β) «μηριαία [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> το βασικό απαγωγό αιμοφόρο [[αγγείο]] του μηρού<br />γ) «μηριαίο [[οστό]]»<br /><b>ανατ.</b> το μεγαλύτερο [[οστό]] του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αποτελεί τον [[σκελετό]] του μηρού<br />δ) «μηριαίοι μύες»<br /><b>ανατ.</b> οι μύες του μηρού, οι οποίοι διακρίνονται σε πρόσθιους και οπίσθιους<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ μηριαῑαι</i><br />(για [[άλογο]] και [[σκύλο]]) οι μηροί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νωτ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηριαῖος Medium diacritics: μηριαῖος Low diacritics: μηριαίος Capitals: ΜΗΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: mēriaîos Transliteration B: mēriaios Transliteration C: miriaios Beta Code: mhriai=os

English (LSJ)

α, ον, (μηρός)

   A of or belonging to the thigh, μυελός Hippiatr. 12; ὀστᾶ Sch.Il.1.40: Subst., αἱ μ. the thighs, of the horse, X.Eq. 11.4; of the dog, Id.Cyn.4.1.

German (Pape)

[Seite 177] zu den Schenkeln gehörig, an den Schenkeln; ὀστᾶ, Schol. Il. 1, 40; Xen. Hipp. 11, 4; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηριαῖος: -α, -ον, (μηρὸς) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μηρόν, Λατ. femoralis, τὰ μ. ὀστᾶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 40· αἱ μηριαῖαι, οἱ μηροί, τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 4· τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la cuisse ; ἡ μηριαία cuisse d’un cheval ou d’un chien.
Étymologie: μηρός.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α μηριαῑος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς
νεοελλ.
φρ. α) «μηριαία αρτηρία»
ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων του μηρού
β) «μηριαία φλέβα»
ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο του μηρού
γ) «μηριαίο οστό»
ανατ. το μεγαλύτερο οστό του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αποτελεί τον σκελετό του μηρού
δ) «μηριαίοι μύες»
ανατ. οι μύες του μηρού, οι οποίοι διακρίνονται σε πρόσθιους και οπίσθιους
αρχ.
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ μηριαῑαι
(για άλογο και σκύλο) οι μηροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος)].