ὁμῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(Autenrieth)
(28)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ικος: of [[like]] [[age]]; τινός, ‘[[with]]’ [[one]], Od. 19.358.
|auten=ικος: of [[like]] [[age]]; τινός, ‘[[with]]’ [[one]], Od. 19.358.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ὁμῆλιξ]], Α και [[ὁμοῆλιξ]], και αιολ. τ. ὐμᾱλιξ)<br />([[ιδίως]] για νεαρά άτομα) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], ο [[συνομήλικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[ανάστημα]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἧλιξ]] «[[συνομήλικος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ισ</i>-[[ήλιξ]])].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῆλιξ Medium diacritics: ὁμῆλιξ Low diacritics: ομήλιξ Capitals: ΟΜΗΛΙΞ
Transliteration A: homē̂lix Transliteration B: homēlix Transliteration C: omiliks Beta Code: o(mh=lic

English (LSJ)

Aeol. ὐμᾶλιξ Theoc.30.20 : ῐκος, ὁ, ἡ :—

   A of the same age, mostly of young persons, Od.15.197, 16.419, Hes.Op.444,447, Hdt. 1.99, E.Hipp.1098, etc. ; of things, παραδοχὰς . . ὁμήλικας χρόνῳ Id.Ba.201.    2 as Subst., equal in age, comrade, νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα (of an elderly man) Od.19.358 ; δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁ. E.Alc. 953.    II of like stature, Luc.Pr.Im.13 : neut., ὁμήλικα ζῷα Apollon.Mir.17.

German (Pape)

[Seite 330] ικος, gleichaltrig, bes. von gleicher Jugend, Od. 15, 197. 16, 419 u. öfter; Hes. O. 446. 449; τῆσδε γῆς μοι ὁμήλικες, Eur. Hipp. 1098; Alc. 956 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie Luc. pro imag. 13, auch übh. von gleicher Größe.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχων, συνηλικιώτης, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων, Ὀδ. Ο. 197, Π. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 442, 445, Ἡρόδ. 1. 99, Εὐρ. Ἱππ. 1098, κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, ὁμ. χαίτη Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 21· ― οὐδ., ὁμήλικα ζῷα Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 17. 2) ὡς οὐσιαστ., ἄνθρωπος τῆς αὐτῆς ἡλικίας, σύντροφος, Λατ. aequalis, νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα, ἔνθα τοῦτο λέγεται περὶ ἀνθρώπου πρεσβύτου, Ὀδ. Τ. 358· δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁμ. Εὐρ. Ἄλκ. 953. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ἀνάστημα, Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 13.

French (Bailly abrégé)

ήλικος (ὁ, ἡ)
1 de même âge ; compagnon;
2 de même grandeur.
Étymologie: ὁμός, ἧλιξ.

English (Autenrieth)

ικος: of like age; τινός, ‘withone, Od. 19.358.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ὁμῆλιξ, Α και ὁμοῆλιξ, και αιολ. τ. ὐμᾱλιξ)
(ιδίως για νεαρά άτομα) αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος
αρχ.
ως επίθ. αυτός που έχει το ίδιο ανάστημα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἧλιξ «συνομήλικος» (πρβλ. ισ-ήλιξ)].