ὁλόψυχος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6_17) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλόψῡχος''': -ον, ὁ ἐξ ὅλης ψυχῆς, Εὐστ. 1901. 43. Ἐπίρρ. -χως, ἐξ ὅλης ψυχῆς, Ἀναστ. Σιν.. 1084Β, Εὐσταθ. Πονημ. 83, 23, Σουΐδ. ἐν λ. ἐκτενῶς. | |lstext='''ὁλόψῡχος''': -ον, ὁ ἐξ ὅλης ψυχῆς, Εὐστ. 1901. 43. Ἐπίρρ. -χως, ἐξ ὅλης ψυχῆς, Ἀναστ. Σιν.. 1084Β, Εὐσταθ. Πονημ. 83, 23, Σουΐδ. ἐν λ. ἐκτενῶς. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλόψυχος]] -ον)<br />αυτός που γίνεται με όλη την [[ψυχή]], [[εγκάρδιος]], [[ένθερμος]] («δέησιν ὁλόψυχον», <b>Ευστ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολοψύχως]] και [[ολόψυχα]] (Μ ὁλοψύχως) με όλη την [[ψυχή]], εγκαρδίως, ένθερμα, προθυμότατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>ψυχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, dub.sens. in Phld.D.3.Fr.19 (perh.
A consisting entirely of soul) ; with his whole soul, Eust.1901.43. Adv. -χως Suid. s.v. ἐκτενῶς.
German (Pape)
[Seite 328] mit ganzer Seele, Eust. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόψῡχος: -ον, ὁ ἐξ ὅλης ψυχῆς, Εὐστ. 1901. 43. Ἐπίρρ. -χως, ἐξ ὅλης ψυχῆς, Ἀναστ. Σιν.. 1084Β, Εὐσταθ. Πονημ. 83, 23, Σουΐδ. ἐν λ. ἐκτενῶς.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁλόψυχος -ον)
αυτός που γίνεται με όλη την ψυχή, εγκάρδιος, ένθερμος («δέησιν ὁλόψυχον», Ευστ.).
επίρρ...
ολοψύχως και ολόψυχα (Μ ὁλοψύχως) με όλη την ψυχή, εγκαρδίως, ένθερμα, προθυμότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].