ὁμόσπονδος: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fait des libation avec, compagnon de table;<br /><b>2</b> qui prend part à une alliance, confédéré avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[σπονδή]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fait des libation avec, compagnon de table;<br /><b>2</b> qui prend part à une alliance, confédéré avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[σπονδή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόσπονδος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για κράτη) αυτός που αποτελεί [[ομοσπονδία]] με κάποιον [[άλλο]], που αποτελεί [[τμήμα]] μιας ομοσπονδίας («οι ομόσπονδες πολιτείες της Ελβετίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε σπονδές<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέεται με κάποιον με σπονδές, με συνθήκες, [[σύμμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σπονδή]] (<b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>σπονδος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A sharing in the drinkoffering, ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁ. ἐγένεο Hdt.9.16 ; μήθ' ὁμωρόφιον μήθ' ὁ...εἶναί τισι D.18.287 ; [πόλις]..ἧς (οἷς codd.) ὁ. καὶ ὁμοτράπεζος.. γέγονεν Din.1.24. 2 bound by treaty to, τινι LXX 3 Ma.3.7.
German (Pape)
[Seite 340] an dem Trankopfer theilnehmend; dah. – a) mit an demselben Tische essend, Tischgenoß, neben ὁμοτράπεζος Her. 9, 16. – b) an einem Friedensschlusse od. Bündnisse theilhabend, ὁμ. τοῖς Θηβαίοις ὤν Din. 1, 24; Dem. 18, 287 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόσπονδος: -ον, ὁ κοινωνῶν σπονδῶν καὶ θυσιῶν μετά τινος, φίλος, ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμ. ἐγένεο Ἡρόδ. 9. 16· μήθ’ ὁμωρόφιον μήθ’ ὁμόσπονδον… εἶναι τινι Δημ. 321. 14· ὁμ. καὶ ὁμοτράπεζός τινι Δείναρχ. 93. 18. 2) ὁ διὰ τῆς συνθήκης συνδεδεμένος μετά τινος, τινι Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Γ΄, 7).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait des libation avec, compagnon de table;
2 qui prend part à une alliance, confédéré avec, τινι.
Étymologie: ὁμός, σπονδή.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόσπονδος, -ον)
νεοελλ.
(για κράτη) αυτός που αποτελεί ομοσπονδία με κάποιον άλλο, που αποτελεί τμήμα μιας ομοσπονδίας («οι ομόσπονδες πολιτείες της Ελβετίας»)
αρχ.
1. αυτός που μετέχει σε σπονδές
2. αυτός που συνδέεται με κάποιον με σπονδές, με συνθήκες, σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σπονδή (πρβλ. παρά-σπονδος)].