ὀχυρός: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />fort, ferme ; <i>particul.</i> fort par la position naturelle <i>ou</i> fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
|btext=ά, όν :<br />fort, ferme ; <i>particul.</i> fort par la position naturelle <i>ou</i> fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />(Α [[ὀχυρός]], -ά, -ό)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[ασφαλής]], [[ισχυρός]] («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῡνται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική [[θέση]], που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, [[δυσπροσπέλαστος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οχυρό</i><br />[[θέση]] εδάφους [[συνήθως]] ύψωμα, η οποία, με έργα εκσκαφής και οικοδομικής, οργανώνεται και ενισχύεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό αμυντικό [[σημείο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οχυρώς</i> (Α ὀχυρῶς)<br />με οχυρό τρόπο, ασφαλώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[ἐχυρός]], με [[φωνήεν]] <i>ο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[εχυρός]])].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχῠρός Medium diacritics: ὀχυρός Low diacritics: οχυρός Capitals: ΟΧΥΡΟΣ
Transliteration A: ochyrós Transliteration B: ochyros Transliteration C: ochyros Beta Code: o)xuro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ἔχω) ἐχυρός,

   A firm, lasting, stout, of wood, Hes.Op. 429 (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν A.Ag.44 (anap.): but elsewh. A. uses ἐχυρός (q. v.).    2 of places, strong, secure, παρθενῶνες E.IA738; esp. as military term, of a stronghold or position, strong, ὄρος X.An.1.2.22; χωρίον ib.1.2.24, Isoc.9.30 (v.l. ἐχ-) ; πόλεις Plb.7.15.2; τὰ ὀ. X.Cyr.6.1.15, etc. Adv. -ρῶς E.Med.124 (anap.), Charito 7.2.

German (Pape)

[Seite 431] = ἐχυρός, fest, haltbar; ξύλον ὀχυρώτατον, Hes. O. 431; ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρειδῶν, Aesch. Ag. 44, vgl. Pers. 78; ὀχυροῖσι παρθενῶσι, Eur. I. A. 738; bes. von festen Plätzen, Festungen, die sich gegen den Feind halten können, Xen. Cyr. 6, 3, 25; ὀχυρώτατος τόπος, Pol. 7, 15, 3, öfter; auch πρόνοιαν ποιεῖσθαι τὴν ὀχυρωτάτην, 2, 6, 5; Folgde, wie Plut. Demetr. 47 Luc. Dem. enc. 48.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχῠρός: -ά, -όν, (ἔχω) ὡς τὸ ἐχυρός, στερεός, διαρκής, δυνατός, ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, αὐτόθι 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, ἰσχυρός, ἀσφαλής, παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ κυρίως ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, ἀσφαλής, ἐχυρός, ὄρος Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ χωρίον αὐτόθι 24, Ἰσοκρ. 194D πόλις Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fort, ferme ; particul. fort par la position naturelle ou fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.
Étymologie: ἔχω.

Greek Monolingual

-ή, -ό
ὀχυρός, -ά, -ό)
1. (για τόπο) ασφαλής, ισχυρός («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῡνται», Ευρ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική θέση, που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, δυσπροσπέλαστος
3. το ουδ. ως ουσ. το οχυρό
θέση εδάφους συνήθως ύψωμα, η οποία, με έργα εκσκαφής και οικοδομικής, οργανώνεται και ενισχύεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό αμυντικό σημείο.
επίρρ...
οχυρώς (Α ὀχυρῶς)
με οχυρό τρόπο, ασφαλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ἐχυρός, με φωνήεν ο- (βλ. λ. εχυρός)].