παράχωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />chaussé élevée auprès, digue.<br />'''Étymologie:''' [[παραχώννυμι]].
|btext=ατος (τό) :<br />chaussé élevée auprès, digue.<br />'''Étymologie:''' [[παραχώννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[παραχώννυμι]]<br />[[σωρός]] από [[χώμα]] που χρησιμεύει ως [[πρόχωμα]] στα [[πλάγια]] διώρυγας ή τάφρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παραχώνω]]<br /><b>2.</b> [[συσσώρευση]] χώματος [[κοντά]] στη [[ρίζα]] φυτού για να διατηρείται η [[υγρασία]] [[μέσα]] στον λάκκο<br /><b>3.</b> [[απόκρυψη]] [[μέσα]] στη γη, [[επικάλυψη]] με [[χώμα]]<br /><b>4.</b> <b>ειρων.</b> [[ενταφιασμός]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράχωμα Medium diacritics: παράχωμα Low diacritics: παράχωμα Capitals: ΠΑΡΑΧΩΜΑ
Transliteration A: paráchōma Transliteration B: parachōma Transliteration C: parachoma Beta Code: para/xwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A embankment, dyke, in pl., Str.5.1.5, 10.2.19.

German (Pape)

[Seite 508] τό, daneben aufgeschütteter oder aufgeworfener Damm, Strab. 5, 1, 5 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παράχωμα: τό, σωρὸς χώματος χρησιμεύων ὡς πρόχωμα εἰς τὰ πλάγια διώρυχος ἢ τάφρου, Στράβ. 212, 458.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chaussé élevée auprès, digue.
Étymologie: παραχώννυμι.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ παραχώννυμι
σωρός από χώμα που χρησιμεύει ως πρόχωμα στα πλάγια διώρυγας ή τάφρου
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραχώνω
2. συσσώρευση χώματος κοντά στη ρίζα φυτού για να διατηρείται η υγρασία μέσα στον λάκκο
3. απόκρυψη μέσα στη γη, επικάλυψη με χώμα
4. ειρων. ενταφιασμός.