παρεκπίπτω: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=tomber dans un autre sens, s’affaisser.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκπίπτω]]. | |btext=tomber dans un autre sens, s’affaisser.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκπίπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[εκπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] έξω, [[γίνομαι]] [[επικλινής]], [[παρεκκλίνω]]<br /><b>2.</b> (για [[λέξη]]) [[εκπίπτω]] [[κατά]] [[τύχη]], [[μένω]] έξω<br /><b>3.</b> [[ορμώ]] σε [[κάτι]] («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῑν», Φίλ. Βελοπ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A slope, εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Placit.3.12.1.
German (Pape)
[Seite 513] (s. πίπτω), heraus u. anderswohin fallen, Plut. plac. phil. 3, 12; sich daneben od. heimlich herausschleichen, entkommen, Sp.; ausfallen, von Wörtern, D. Hal. C. V. c. 25.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκπίπτω: ἐκπίπτω ὡς εἰ κατὰ τύχην, μένω ἔξω, ἐπὶ λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Συντάξ. 25. ΙΙ. ὁρμῶ εἰς, εἰς τὴν πόλιν Φίλων Βελοπ. σελ. 80, 235. ΙΙΙ. γίνομαι ἐπικλινής, κατάντης, εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Πλούτ. 2. 895Ε.
French (Bailly abrégé)
tomber dans un autre sens, s’affaisser.
Étymologie: παρά, ἐκπίπτω.
Greek Monolingual
Α εκπίπτω
1. πέφτω έξω, γίνομαι επικλινής, παρεκκλίνω
2. (για λέξη) εκπίπτω κατά τύχη, μένω έξω
3. ορμώ σε κάτι («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῑν», Φίλ. Βελοπ.).