περίβλεπτος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui attire les regards de tous côtés ; qui est en vue, notable, célèbre : [[ἐν]] Ἕλλησι XÉN parmi les Grecs ; [[ὑπό]] τινος admiré de qqn;<br /><i>Cp.</i> περιβλεπτότερος, <i>Sp.</i> περιβλεπτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[περιβλέπω]].
|btext=ος, ον :<br />qui attire les regards de tous côtés ; qui est en vue, notable, célèbre : [[ἐν]] Ἕλλησι XÉN parmi les Grecs ; [[ὑπό]] τινος admiré de qqn;<br /><i>Cp.</i> περιβλεπτότερος, <i>Sp.</i> περιβλεπτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[περιβλέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίβλεπτος]], -ον, ΝΜΑ [[περιβλέπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] δυνατό να τὸν δει [[κανείς]] από οποιαδήποτε [[θέση]], [[ορατός]] από [[παντού]], [[περίοπτος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που όλοι τον εκτιμούν και τον θαυμάζουν (α. «κατέκτησε μια περίβλεπτη κοινωνική [[θέση]]» β. «ὅς... [[περίβλεπτος]] ἦν [[παρά]] τοῑς Συρακοσίοις» — ο [[οποίος]] ήταν [[περιφανής]] [[ανάμεσα]] στους Συρακουσίους, <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Περίβλεπτος</i><br />[[προσωνυμία]] της Θεοτόκου<br /><b>αρχ.</b><br />λεγόταν ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιβλέπτως</i> ΝΑ<br />[[κατά]] τρόπο περίβλεπτο, περιφανή, έξοχο, υπέροχο.
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίβλεπτος Medium diacritics: περίβλεπτος Low diacritics: περίβλεπτος Capitals: ΠΕΡΙΒΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: períbleptos Transliteration B: peribleptos Transliteration C: perivleptos Beta Code: peri/bleptos

English (LSJ)

ον,

   A looked at from all sides, admired of all observers, βίος E.Andr.89; ταὧς Antiph.175.5; ἵππος X.Eq.10.1 (Comp.); π. τὴν φύσιν τινὸς ποιεῖν Isoc.10.17; mostly of persons, π. βροτοῖς E.HF508, cf. Epicur. Sent.7, LXXPr.31.23, etc.; πάντων . . -ότατοι X.HG7.1.30; διὰ ταῦτα π. εἶναι ἐν Ἕλλησι καὶ ἐν βαρβάροις Id.Smp.8.38, etc.; π. παρά τισι Carneïsc.Herc.1027.12, D.S.13.92 ; π. ἐπ' ἀρετῇ Isoc.8.141, cf. 16.48 ; ὑπὸ πάντων ἐπὶ κακίᾳ Id.6.95; π. τὸ σῶμα Anon. ap. Suid. s.v. Ἀρσάκης (Sup.), Philostr.VA1.7; freq. as a title of honour, POxy. 1038.11 (vi A. D.), etc. Adv. -τως, ἀγωνίσασθαι D.S.18.30.

German (Pape)

[Seite 570] von ringsher gesehen, geachtet, bewundert; βίος, Eur. Andr. 89; περίβλεπτος βροτοῖς, Herc. Fur. 508; Xen. Cyr. 6. 1, 5; καὶ ὀνομαστός, Conv. 8, 38; οὐδὲν περίβλεπτον ποιήσας, Mem. 3, 4, 1; τοῖς πολλοῖς, Luc. Nigr. 4; a. Sp., wie Automed. 1 (XII, 34); περίβλεπτος καὶ μακαριστὴ δυναστεία, Pol. 10, 40, 9.

Greek (Liddell-Scott)

περίβλεπτος: -ον, ὁ ὑπὸ πάντων περιβλεπόμενος, θαυμαζόμενος, βίος Εὐρ. Ἀνδρ. 89· π. ποιεῖν τὴν φύσιν τινὸς Ἰσοκρ. 211C· τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, π. βροτοῖς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 508· πάντων… περιβλεπτότατοι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30· διὰ ταῦτα π. εἶναι ἐν Ἕλλησι καὶ ἐν βαρβάροις ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 38, κτλ.· π. παρά τισι Διόδ. 13. 92· π. ἐπ’ ἀρετῇ Ἰσοκρ. 187Β, πρβλ. 356Ε· ὑπὸ πάντων ἐπὶ κακίᾳ ὁ αὐτ. 135Ε· π. τὸ σῶμα, τὴν ὥραν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀρσάκης, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, Διόδ. 18. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui attire les regards de tous côtés ; qui est en vue, notable, célèbre : ἐν Ἕλλησι XÉN parmi les Grecs ; ὑπό τινος admiré de qqn;
Cp. περιβλεπτότερος, Sp. περιβλεπτότατος.
Étymologie: περιβλέπω.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίβλεπτος, -ον, ΝΜΑ περιβλέπω
1. αυτός που είναι δυνατό να τὸν δει κανείς από οποιαδήποτε θέση, ορατός από παντού, περίοπτος
2. μτφ. αυτός που όλοι τον εκτιμούν και τον θαυμάζουν (α. «κατέκτησε μια περίβλεπτη κοινωνική θέση» β. «ὅς... περίβλεπτος ἦν παρά τοῑς Συρακοσίοις» — ο οποίος ήταν περιφανής ανάμεσα στους Συρακουσίους, Διόδ.)
νεοελλ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Περίβλεπτος
προσωνυμία της Θεοτόκου
αρχ.
λεγόταν ως τιμητικός τίτλος.
επίρρ...
περιβλέπτως ΝΑ
κατά τρόπο περίβλεπτο, περιφανή, έξοχο, υπέροχο.