περιφερής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui se meut circulairement, qui tourne, qui roule <i>en parl. des yeux</i>;<br /><b>II. 1</b> entouré de, τινι;<br /><b>2</b> arrondi, rond.<br />'''Étymologie:''' [[περιφέρω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui se meut circulairement, qui tourne, qui roule <i>en parl. des yeux</i>;<br /><b>II. 1</b> entouré de, τινι;<br /><b>2</b> arrondi, rond.<br />'''Étymologie:''' [[περιφέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=και περφερής, -ές, ΝΑ<br />(για [[επιφάνεια]] ή [[γραμμή]]) [[κυκλικός]], [[κυκλοτερής]], [[καμπύλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κινείται κυκλικά<br /><b>2.</b> (για σώματα) [[σφαιρικός]]<br /><b>3.</b> (για ύφος του λόγου) [[περίτεχνος]], [[περίκομψος]]<br /><b>4.</b> [[ασταθής]], μη [[σταθερός]], κυμαινόμενος<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περιφερές</i><br />η [[περιφέρεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιφερῶς</i> Α<br />κυκλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-<i>φερής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφερής Medium diacritics: περιφερής Low diacritics: περιφερής Capitals: ΠΕΡΙΦΕΡΗΣ
Transliteration A: peripherḗs Transliteration B: peripherēs Transliteration C: periferis Beta Code: periferh/s

English (LSJ)

ές,

   A revolving, ὢν δὲ π. (sc. ὁ ἐνιαυτὸς) τελευτὴν οὐδεμίαν οὐδ' ἀρχὴν ἔχει Hermipp.4 ; π. ὀφθαλμοί rolling eyes, Luc.JTr.30.    2 rounded or curved,    a of surfaces and lines, ἄκρον Hp.Art.7; π. κύρτωμα Id.Epid.1.26.α'; κύλικες Pherecr.143.5; ἀσπίδες Ael.Tact.2.7; τὰ στρογγύλα τε καὶ π. Hp.VC11; opp. εὐθύς, Pl.Prm.137e, 138a, Arist.Ph.248a12, al.; τὸ π. circularity, Id.AP0.73a39; but, circumference, Pl.R.436e, Dsc.3.6, 48. Adv. -ρῶς in a rounded shape, Procl.Hyp.3.6.    b of bodies, spherical, globular, Democr.164, Pl.Phd.108e, Smp.190b; π. τὸ σχῆμα τῆς γῆς Arist.Cael.298a7; π. σχηματισμός Epicur.Ep.2p.50U.; [σώματα] Phld.Mort.8 (Sup.); π. στέγαι domed, Demetr.Eloc. 13.    c metaph., of style, rounded, D.H.Comp.22; τὰ στρογγύλα καὶ τὰ π. προοίμια Id.Rh.10.13.    3 Adv. -ρῶς in a circle, Hero *Deff.5.    II surrounded by, δῶμα περιφερὲς θριγκοῖς τόδε E.Hel. 430.    2 Adv. -ρῶς disposed in a circle, Dsc.4.169.    III wavering, π. στίβον χθονός thy wavering steps, E.Ion743.    IV cf. Περφερέες.

German (Pape)

[Seite 598] ές, herumgetragen, herumgedreht, sich herumdrehend, ὀφθαλμοί, rollend, Luc. Iup. trag. 30, – rund umgeben, δῶμα περιφερὲς θριγκοῖς, Eur. Hel. 437, vgl. Ion 743; rund, γῆ, Plat. Phaed. 108 e; Ggstz εὐθὺ σχῆμα, Parm. 137 a, u. öfter; σχῆμα, Pol. 5, 22, 1; Folgde, wie Luc. Gymnas. 27. – Nach Her. 4, 33 hießen so die fünf Männer, welche die hyperboreischen Jungfrauen nach Delos begleiteten, sonst θεωροί; bei Hesych. steht πέρφερες, wonach man περφερέες geändert hat.

Greek (Liddell-Scott)

περιφερής: -ές, ὁ πέριξ κινούμενος, περιστρεφόμενος, ὢν δὲ π. (δηλ. ὁ ἐνιαυτὸς) τελευτὴν οὐδεμίαν οὐδ’ ἀρχὴν ἔχει Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1˙ π. ὀφθαλμοί, περιστρεφόμενοι, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30. 2) στρογγύλος, α) ἐπὶ γραμμῶν, κυκλοτερής, κυκλικός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783˙ π. κύρτωμα ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 966˙ κύλικας... περιφερεῖς Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5˙ ἀντίθετ. τῷ εὐθύς, Πλάτ. Παρμ. 137Α, Ε, Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 1, κ. ἀλλ.˙ τὸ περιφερές, τὸ κυκλικὸν σχῆμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 4, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 436F. β) ἐπὶ σωμάτων, σφαιρικός, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 108Ε, Συμπ. 190Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14, 49, κ. ἀλλ.˙ ― μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, τετορνευμένον, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22˙ τὰ στρογγύλα καὶ τὰ π. προοίμια ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 10. 13. ΙΙ. ὁ περιβάλλων, περιέχων, π. στίβος χθονὸς Εὐρ. Ἴων 743. 2) περικυκλούμενος ὑπό, δῶμα περιφερὲς θριγκοῖς τόδε ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 430. ΙΙΙ. πρβλ. Περφερέες.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. qui se meut circulairement, qui tourne, qui roule en parl. des yeux;
II. 1 entouré de, τινι;
2 arrondi, rond.
Étymologie: περιφέρω.

Greek Monolingual

και περφερής, -ές, ΝΑ
(για επιφάνεια ή γραμμή) κυκλικός, κυκλοτερής, καμπύλος
αρχ.
1. αυτός που κινείται κυκλικά
2. (για σώματα) σφαιρικός
3. (για ύφος του λόγου) περίτεχνος, περίκομψος
4. ασταθής, μη σταθερός, κυμαινόμενος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιφερές
η περιφέρεια.
επίρρ...
περιφερῶς Α
κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φερής (< φέρω), πρβλ. κατα-φερής].