πίεσμα: Difference between revisions

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I. 1</b> ce qu’on presse, masse pressée;<br /><b>2</b> jus <i>ou</i> suc exprimé;<br /><b>II.</b> pression.<br />'''Étymologie:''' [[πιέζω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I. 1</b> ce qu’on presse, masse pressée;<br /><b>2</b> jus <i>ou</i> suc exprimé;<br /><b>II.</b> pression.<br />'''Étymologie:''' [[πιέζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[πίασμα]] Α [[πιέζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] της πίεσης, [[καθετί]] που προέρχεται από [[πίεση]], [[κάθε]] πεπιεσμένο («[[πίεσμα]] μυροβαλάνου» — η [[μάζα]] του μυροβαλάνου που απομένει [[μετά]] τη σύνθλιψή του, <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[άλλος]] [[τύπος]] του όρου της βυζαντινής μουσικής [[πίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πιέσματα</i><br />πίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές<br /><b>2.</b> το [[υγρό]] που προέρχεται από [[πίεση]] ή [[σύνθλιψη]]<br /><b>3.</b> η [[πίεση]] («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.).
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐεσμα Medium diacritics: πίεσμα Low diacritics: πίεσμα Capitals: ΠΙΕΣΜΑ
Transliteration A: píesma Transliteration B: piesma Transliteration C: piesma Beta Code: pi/esma

English (LSJ)

ατος, Dor. and later Gr. πίασμα, τό,

   A anything pressed:    1 pulpy mass left after pressing, pomace, μυροβαλάνου Gal.10.911, Gp.20.28 : pl., of cakes of olive-pulp, PSI9.1030.11 (ii A. D., in form πιάσματα).    2 juice pressed out, Dsc.1.78.    II = πίεσις, δακτύλου πιέσματι Eub.75.11 (πιάσματι codd.Ath.), cf.AP12.41 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 613] τό, 1) das Gedrückte, Gepreßte, sowohl der herausgedrückte Saft, als die ausgepreßte, trockne, übrig gebliebene Masse, Trestern, Sp. – 2) = πίεσις, Mel. 49 (XII, 41).

Greek (Liddell-Scott)

πίεσμα: Δωρ. καὶ μεταγεν. Ἀττ. πίασμα, τό, (πιέζω) τὸ πιεσθέν: ἢ ἡ μαλακὴ μᾶζα ἡ ὑπολειπομένη μετὰ τὴν πίεσιν, Γεωπ. 20. 28· ἢ ὁ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέων χυμός, Διοσκ. 1. 106· ἴδε Foës Oecon. ΙΙ. = πίεσις, δακτύλου πιάσματι Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 11, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. 1 ce qu’on presse, masse pressée;
2 jus ou suc exprimé;
II. pression.
Étymologie: πιέζω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πίασμα Α πιέζω
το αποτέλεσμα της πίεσης, καθετί που προέρχεται από πίεση, κάθε πεπιεσμένο («πίεσμα μυροβαλάνου» — η μάζα του μυροβαλάνου που απομένει μετά τη σύνθλιψή του, Γαλ.)
νεοελλ.-μσν.
άλλος τύπος του όρου της βυζαντινής μουσικής πίασμα
αρχ.
1. στον πληθ. τὰ πιέσματα
πίτες που παρασκεύαζαν από πεπιεσμένες ελιές
2. το υγρό που προέρχεται από πίεση ή σύνθλιψη
3. η πίεση («δακτύλου πιέσματι», Εύβουλ.).