πολύκλειτος: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(eksahir) |
(33) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[que tiene gran fama]] | |esgtx=[[que tiene gran fama]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο, Α<br />[[διάσημος]], [[ονομαστός]] («ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας [[γένος]] Ἰαμιδᾱν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλειτός]] (Ι) «φημισμένος» (<b>πρβλ.</b> <i>πάγ</i>-<i>κλειτος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, (κλείω B)
A far-famed, Pi.O.6.71, Fr. 194.
German (Pape)
[Seite 664] viel od. sehr berühmt, γένος, Pind. Ol. 6, 71.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, διάσημος, Πινδ. Ο. 6. 120, Ἀποσπ. 206.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très illustre.
Étymologie: πολύς, κλειτός.
English (Slater)
πολύκλειτος
1 of great renown ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 4.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο, Α
διάσημος, ονομαστός («ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾱν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλειτός (Ι) «φημισμένος» (πρβλ. πάγ-κλειτος)].