προαποδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
(6_1)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προαποδίδωμι''': [[ἐκτίθημι]] [[προηγουμένως]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7, 46. 2) [[προαποδίδωμι]] τὴν βάσιν, τελειώνω τὴν ἀπόδοσιν προτάσεώς τινος πρὸ τοῦ δέοντος, δηλ. [[ἄνευ]] τοῦ ἀπαιτουμένου ῥυθμοῦ, Λογγῖν. 41. 2.
|lstext='''προαποδίδωμι''': [[ἐκτίθημι]] [[προηγουμένως]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7, 46. 2) [[προαποδίδωμι]] τὴν βάσιν, τελειώνω τὴν ἀπόδοσιν προτάσεώς τινος πρὸ τοῦ δέοντος, δηλ. [[ἄνευ]] τοῦ ἀπαιτουμένου ῥυθμοῦ, Λογγῖν. 41. 2.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[πληρώνω]] προκαταβολικά<br /><b>2.</b> [[εκθέτω]], [[εξηγώ]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> [[ενεργώ]] ως [[προαποδότης]]<br /><b>4.</b> (για τα έντερα) [[είμαι]] [[ενεργητικός]] εκ τών προτέρων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[προαποδίδωμι]] τὴν βάσιν» — [[τελειώνω]] την [[απόδοση]] μιας πρότασης [[πριν]] από τον κατάλληλο χρόνο, δηλ. [[χωρίς]] τον απαιτούμενο ρυθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποδίδωμι]] «[[δίνω]] [[πίσω]], [[εκτελώ]], [[ερμηνεύω]] [[λέξη]] ή [[φράση]], [[εξηγώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαποδίδωμι Medium diacritics: προαποδίδωμι Low diacritics: προαποδίδωμι Capitals: ΠΡΟΑΠΟΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: proapodídōmi Transliteration B: proapodidōmi Transliteration C: proapodidomi Beta Code: proapodi/dwmi

English (LSJ)

   A pay in advance, PTeb.296.13 (ii A.D.).    2 give an account of first, S.E.M.7.46:—Pass., A.D. Adv.195.17.    II π. τὴν βάσιν finish the rhythmical conclusion of a sentence before the speaker reaches it, Longin.41.2.    III of the bowels, act first, Aët.7.39.

German (Pape)

[Seite 708] vorher wieder- od. zurückgeben; τὴν βάσιν, den vorgeschriebenen Schritt vorher thun, Longin. 41, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προαποδίδωμι: ἐκτίθημι προηγουμένως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7, 46. 2) προαποδίδωμι τὴν βάσιν, τελειώνω τὴν ἀπόδοσιν προτάσεώς τινος πρὸ τοῦ δέοντος, δηλ. ἄνευ τοῦ ἀπαιτουμένου ῥυθμοῦ, Λογγῖν. 41. 2.

Greek Monolingual

Α
1. πληρώνω προκαταβολικά
2. εκθέτω, εξηγώ προηγουμένως
3. ενεργώ ως προαποδότης
4. (για τα έντερα) είμαι ενεργητικός εκ τών προτέρων
5. φρ. «προαποδίδωμι τὴν βάσιν» — τελειώνω την απόδοση μιας πρότασης πριν από τον κατάλληλο χρόνο, δηλ. χωρίς τον απαιτούμενο ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀποδίδωμι «δίνω πίσω, εκτελώ, ερμηνεύω λέξη ή φράση, εξηγώ»].