προκαταβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(6_2)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκαταβάλλω''': [[καταβάλλω]] πρότερον, Φίλων 1. 320, κτλ. ― Μέσ., [[καταβάλλω]] τὰ θεμέλιά τινος πρότερον, [[θέατρον]], [[οἰκοδόμημα]], κτλ., Δίων Κ. 43. 49., 57. 10, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. προκαταβλητέον, δεῖ προκαταβάλλειν, Θεοδ. Κορυδ. Ρητ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. 13. 705. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 514 κἑξ., 869.
|lstext='''προκαταβάλλω''': [[καταβάλλω]] πρότερον, Φίλων 1. 320, κτλ. ― Μέσ., [[καταβάλλω]] τὰ θεμέλιά τινος πρότερον, [[θέατρον]], [[οἰκοδόμημα]], κτλ., Δίων Κ. 43. 49., 57. 10, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. προκαταβλητέον, δεῖ προκαταβάλλειν, Θεοδ. Κορυδ. Ρητ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. 13. 705. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 514 κἑξ., 869.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταβάλλω]] εκ τών προτέρων χρηματικό [[ποσό]], [[προπληρώνω]] («[[προκαταβάλλω]] το [[ενοίκιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[εφαρμόζω]] [[πρώτος]]<br /><b>3.</b> [[σπέρνω]] από [[πριν]]<br /><b>4.</b> [[εισάγω]] εκ τών προτέρων ένα [[θέμα]]<br /><b>5.</b> [[δηλώνω]], [[αναφέρω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>6.</b> [[εξευτελίζω]], [[ταπεινώνω]] εκ τών προτέρων<br /><b>7.</b> [[κατατρομάζω]] από [[πριν]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>προκαταβάλλομαι</i><br />[[σωριάζω]], [[καταστρέφω]] τα θεμέλια οικοδομήματος εκ τών προτέρων<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> α) καταπίνομαι, καταβροχθίζομαι από [[πριν]] («τὸ μηρυκώμενον τὴν προκαταβληθεῑσαν ἐπιλεαίνει τροφήν», Φίλ.)<br />β) καταπονούμαι, εξαντλούμαι [[προηγουμένως]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταβάλλω Medium diacritics: προκαταβάλλω Low diacritics: προκαταβάλλω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: prokatabállō Transliteration B: prokataballō Transliteration C: prokatavallo Beta Code: prokataba/llw

English (LSJ)

   A apply first, Heliod. ap. Orib.48.35.2 (Pass.):—also in Pass., to be swallowed first, Ph.1.320.    II Med., lay the foundations of before, Id.2.476; θέατρον, οἰκοδομήματα, D.C.43.49, 57.10: metaph., τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς αἰτίας Andronic.Rhod.p.577 M.:—Pass., Ph.1.405, al.    III Pass., to be previously overcome, exhausted, Gal.19.601.

German (Pape)

[Seite 728] (s. βάλλω), vor, vorn od. vorher niederwerfen, Sp., wie D. Cass. 57, 10, οἰκοδόμημα προκατεβάλλετο.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταβάλλω: καταβάλλω πρότερον, Φίλων 1. 320, κτλ. ― Μέσ., καταβάλλω τὰ θεμέλιά τινος πρότερον, θέατρον, οἰκοδόμημα, κτλ., Δίων Κ. 43. 49., 57. 10, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. προκαταβλητέον, δεῖ προκαταβάλλειν, Θεοδ. Κορυδ. Ρητ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. 13. 705. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 514 κἑξ., 869.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
καταβάλλω εκ τών προτέρων χρηματικό ποσό, προπληρώνωπροκαταβάλλω το ενοίκιο»)
αρχ.
1. καταβάλλω, καταρρίπτω κάτι εκ τών προτέρων
2. εφαρμόζω πρώτος
3. σπέρνω από πριν
4. εισάγω εκ τών προτέρων ένα θέμα
5. δηλώνω, αναφέρω προηγουμένως
6. εξευτελίζω, ταπεινώνω εκ τών προτέρων
7. κατατρομάζω από πριν
8. μέσ. προκαταβάλλομαι
σωριάζω, καταστρέφω τα θεμέλια οικοδομήματος εκ τών προτέρων
9. παθ. α) καταπίνομαι, καταβροχθίζομαι από πριν («τὸ μηρυκώμενον τὴν προκαταβληθεῑσαν ἐπιλεαίνει τροφήν», Φίλ.)
β) καταπονούμαι, εξαντλούμαι προηγουμένως.