σησαμίς: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(6_6)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σησᾰμίς''': Δωρ. σᾱσᾰμίς, -ίδος, ἡ, = [[σησαμῆ]], Στησίχ. 2, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 17, Ἀντιφ. ἐν «Δευκαλίωνι» 2, Ἀθήν. 646F. II. [[φυτόν]] τι, ἄλλως λεγόμενον σησαμοειδές μέγα, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 152.
|lstext='''σησᾰμίς''': Δωρ. σᾱσᾰμίς, -ίδος, ἡ, = [[σησαμῆ]], Στησίχ. 2, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 17, Ἀντιφ. ἐν «Δευκαλίωνι» 2, Ἀθήν. 646F. II. [[φυτόν]] τι, ἄλλως λεγόμενον σησαμοειδές μέγα, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 152.
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> το γνωστό [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[ρεζεντά]]<br /><b>2.</b> [[σησαμῆ]], [[παστέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σήσαμον]] «[[σουσάμι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>δαφν</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμίς Medium diacritics: σησαμίς Low diacritics: σησαμίς Capitals: ΣΗΣΑΜΙΣ
Transliteration A: sēsamís Transliteration B: sēsamis Transliteration C: sisamis Beta Code: shsami/s

English (LSJ)

Dor. σᾱσᾰμίς, ίδος, ἡ,= σησαμῆ, Stesich.2, Eup.163, Antiph.78.    II = σησαμοειδὲς τὸ μέγα, Ps.- Dsc.4.149.

German (Pape)

[Seite 876] ίδος, ἡ, 1) = σησαμῆ, späterer Ausdruck nach Schol. Ar. Pax 834; Ath. XIV, 646 f ἐκ μέλιτος καὶ σησάμων πεφρυγμένων καὶ ἐλαίου σφαιροειδῆ πέμματα, mit Beisp. aus Eupol. u. Antiphan. – 2) eine Pflanze, sonst σησαμοειδὲς μέγα, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σησᾰμίς: Δωρ. σᾱσᾰμίς, -ίδος, ἡ, = σησαμῆ, Στησίχ. 2, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 17, Ἀντιφ. ἐν «Δευκαλίωνι» 2, Ἀθήν. 646F. II. φυτόν τι, ἄλλως λεγόμενον σησαμοειδές μέγα, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 152.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία φυτό ρεζεντά
2. σησαμῆ, παστέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. δαφν-ίς)].