στελεά: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />manche d’un outil.<br />'''Étymologie:''' DELG se rattache à [[στέλλω]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br />manche d’un outil.<br />'''Étymologie:''' DELG se rattache à [[στέλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και επικ. τ. στελεή και [[στειλειή]] και [[στειλέα]], ἡ, Α<br />[[ξύλινος]] [[στειλεός]], ξύλινη [[λαβή]] εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>στελ</i>-<i>εά</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δωρ</i>-<i>εά</i>, <i>νευρ</i>-<i>ειή</i>) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. <i>στέλος</i> και συνδέονται με τα αρμ. <i>stetn</i>, <i>stetun</i>-<i>k</i> «[[κορμός]], [[κλαδί]]» και αγγλοσαξ. <i>stela</i> «[[στέλεχος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέλεχος]]). Η [[αναγωγή]] τών τ. στη [[ρίζα]] <i>stel</i>- του [[στέλλω]], αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Παράλληλα με τους τ. του θηλ. [[στελεά]] / [[στειλειή]] μαρτυρούνται και οι τ. αρσενικού γένους <i>στελ</i>-<i>εός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολ</i>-<i>εός</i>), [[στειλεός]], <i>στειλ</i>-<i>ειός</i>, <i>στελ</i>-<i>ειός</i> και το νεοελλ. <i>στελιός</i>, με [[συνίζηση]], [[καθώς]] και οι τ. ουδ. γένους <i>στελ</i>-<i>εόν</i> / <i>στειλ</i>-<i>ειόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κολ</i>-<i>εόν</i>). Αρχικοί, [[τέλος]], θεωρούνται οι τ. με θ. <i>στελ</i>-, ενώ ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>στει</i> οφείλεται [[προφανώς]] σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A haft, shaft, [στυρακίου] Aen.Tact.18.10 (unless = socket); Ep. στελεή, τυπίδος A.R.4.957: also στειλειή, haft of an axe, Od.21.422, v.l.in Nic.Th.387. II metaph., στειλέαν,= τὴν μακρὰν ῥάφανον, Antiph. (Fr.121?) ap. Hsch. (cf. στελεός). (The statement of Hsch., EM726.52, Eust.1531.37, that στειλειή = hole in the axe-head, may be due to a misunderstanding of Od. l.c.) (With στελεά, στελεόν, στελεός, cf. OE. stela 'stem, stalk', Engl. (dial.) steal 'handle of a hammer, axe, rake, etc., shaft of an arrow or javelin'.)
German (Pape)
[Seite 933] ἡ, ion. σ τελεή, = στειλειή, Ap. Rh. 4, 957.
Greek (Liddell-Scott)
στελεά: Ἰων. -εή, ἴδε ἐν λ. στειλειή.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
manche d’un outil.
Étymologie: DELG se rattache à στέλλω.
Greek Monolingual
και επικ. τ. στελεή και στειλειή και στειλέα, ἡ, Α
ξύλινος στειλεός, ξύλινη λαβή εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στελ-εά / στειλ-ειή (πρβλ. δωρ-εά, νευρ-ειή) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. στέλος και συνδέονται με τα αρμ. stetn, stetun-k «κορμός, κλαδί» και αγγλοσαξ. stela «στέλεχος» (βλ. και λ. στέλεχος). Η αναγωγή τών τ. στη ρίζα stel- του στέλλω, αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Παράλληλα με τους τ. του θηλ. στελεά / στειλειή μαρτυρούνται και οι τ. αρσενικού γένους στελ-εός (πρβλ. κολ-εός), στειλεός, στειλ-ειός, στελ-ειός και το νεοελλ. στελιός, με συνίζηση, καθώς και οι τ. ουδ. γένους στελ-εόν / στειλ-ειόν (πρβλ. κολ-εόν). Αρχικοί, τέλος, θεωρούνται οι τ. με θ. στελ-, ενώ ο μακρός φωνηεντισμός στει οφείλεται προφανώς σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].