στερέμνιος: Difference between revisions
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
(6_4) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στερέμνιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 10, Εὐστ.· - μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[στερεός]], [[σκληρός]], [[στερεός]], [[σταθερός]], [[ἔμπεδος]], [[ἰσχυρός]], οὐρανὸς Ἐμπεδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 500· [[φύσις]] Πλάτ. Ἐπιν. 981D· ὠτειλαὶ Ἀρετ. ἔνθ’ ἀνωτ. [[σιτίον]] Ἀθήν. 10C· ἡ [[πίστις]] στερεμνιωτέρα τῆς ἀκοῆς Κλήμ. Ἀλ. 120· τὰ στερέμνια, στερεὰ πράγματα, τὰ [[ὄντως]] [[ὄντα]], πραγματικά, Ἐπίκουρος παρὰ Διογ. Λ. 10. 46, 48· τὰ στερεμνιώτερα Διόδ. 1. 7, Ἡσύχ., Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -ίως Ἱππ. 380. 50. | |lstext='''στερέμνιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 10, Εὐστ.· - μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[στερεός]], [[σκληρός]], [[στερεός]], [[σταθερός]], [[ἔμπεδος]], [[ἰσχυρός]], οὐρανὸς Ἐμπεδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 500· [[φύσις]] Πλάτ. Ἐπιν. 981D· ὠτειλαὶ Ἀρετ. ἔνθ’ ἀνωτ. [[σιτίον]] Ἀθήν. 10C· ἡ [[πίστις]] στερεμνιωτέρα τῆς ἀκοῆς Κλήμ. Ἀλ. 120· τὰ στερέμνια, στερεὰ πράγματα, τὰ [[ὄντως]] [[ὄντα]], πραγματικά, Ἐπίκουρος παρὰ Διογ. Λ. 10. 46, 48· τὰ στερεμνιώτερα Διόδ. 1. 7, Ἡσύχ., Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -ίως Ἱππ. 380. 50. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ, θηλ. και [[στερέμνιος]] Α<br />[[στερεός]], [[σκληρός]] («στερεμνιωτέρα [[τροφή]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ στερεμνία</i><br />[[στερεότητα]], [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ στερέμνια</i><br />α) οι στερεές τροφές<br />β) τα [[στερεά]] αντικείμενα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στερεμνίως</i> ΜΑ<br />[[στέρεα]], [[σταθερά]] («[[κλίμαξ]] στερεμνίως ἐνδεδεμένη», Βίτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από θ. <i>στερε</i>- ενός αμάρτυρου τ. [[στέρεμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[στερεός]]), <b>πρβλ.</b> [[ἔρυμα]]: [[ἐρυμνός]], με [[επίθημα]] -<i>μν</i>-<i>ίος</i> (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του επιθήματος -<i>μην</i>, <b>πρβλ.</b> [[λιμήν]]: [[λίμνη]], <i>ἀτέρα</i>-<i>μν</i>-<i>ος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Aret.SD2.10:—
A = στερεός, hard, fast, firm, οὐρανός Placit.2.11.2; φύσις Pl.Epin.981d; ὠτειλαί Aret. l.c.; σιτίον Ath.1.10c; τὰ σ. solid food, BKT3p.20; also τὰ σ. solid objects, Epicur. Ep.1pp.9, al. U. (also sg., Id.Nat.2.3, al.); σ. πύκνωμα Phld.D.3.11; τὰ -ώτερα D.S.1.7; σ. κίνησις stable motion, Bito 60.7. Adv. -ίως firmly, κλῖμαξ σ. ἐνδεδεμένη ibid., cf. Hp.Alim.5.
German (Pape)
[Seite 936] = στερεός, hart, Plat. Epin. 981 d; leibhaftig, Sext. Emp. adv. log. 2, 63, wie ib. 65 στερέμνιον σῶμα, Ggstz von εὶδωλον. – Neutr. τὸ στερέμνιον = das Himmelsgewölbe, das Firmament, Scholl. Hom.
Greek (Liddell-Scott)
στερέμνιος: -α, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 10, Εὐστ.· - μεταγεν. τύπος τοῦ στερεός, σκληρός, στερεός, σταθερός, ἔμπεδος, ἰσχυρός, οὐρανὸς Ἐμπεδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 500· φύσις Πλάτ. Ἐπιν. 981D· ὠτειλαὶ Ἀρετ. ἔνθ’ ἀνωτ. σιτίον Ἀθήν. 10C· ἡ πίστις στερεμνιωτέρα τῆς ἀκοῆς Κλήμ. Ἀλ. 120· τὰ στερέμνια, στερεὰ πράγματα, τὰ ὄντως ὄντα, πραγματικά, Ἐπίκουρος παρὰ Διογ. Λ. 10. 46, 48· τὰ στερεμνιώτερα Διόδ. 1. 7, Ἡσύχ., Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -ίως Ἱππ. 380. 50.
Greek Monolingual
-ία, -ον, ΜΑ, θηλ. και στερέμνιος Α
στερεός, σκληρός («στερεμνιωτέρα τροφή», Κλήμ. Αλ.)
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ στερεμνία
στερεότητα, σταθερότητα
αρχ.
1. σταθερός
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερέμνια
α) οι στερεές τροφές
β) τα στερεά αντικείμενα.
επίρρ...
στερεμνίως ΜΑ
στέρεα, σταθερά («κλίμαξ στερεμνίως ἐνδεδεμένη», Βίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από θ. στερε- ενός αμάρτυρου τ. στέρεμα (< στερεός), πρβλ. ἔρυμα: ἐρυμνός, με επίθημα -μν-ίος (μηδενισμένη βαθμίδα του επιθήματος -μην, πρβλ. λιμήν: λίμνη, ἀτέρα-μν-ος)].