σύναμμα: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />nœud.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />nœud.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συνάπτω]]<br />[[σύνδεσμος]], [[δεσμός]], [[κόμπος]] («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς [[ὥσπερ]] [[σύναμμα]] ἰσχυρὸν συνδεῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[ένωση]] δύο σχοινιών με τα [[άκρα]] τους<br /><b>2.</b> [[πρόχειρο]] [[δέσιμο]] δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. [[μάτισμα]] με καντηλίτσες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάγγλιο]] («οὐχ [[ὥσπερ]] τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις [[εἶναι]] [[σύναμμα]] πολλῶν ὀρχῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ συναμμάτων» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (συνάπτω)
A clamp, Arist.PA687b15; ganglion, knot, Id.GA788a10. II περὶ συναμμάτων dub.sens.in title of work by Chrysipp., D.L.7.191.
German (Pape)
[Seite 999] τό, Verbindung mehrerer Dinge, Knoten; Arist. partt. an. 4, 10; Plut. Alex. 18.
Greek (Liddell-Scott)
σύναμμα: τό, (συνάπτω) συνένωσις, σύνδεσμος, δεσμός, κόμβος, εἰ μέλλει ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν Ἀριστ. π. Ζ. Μορίων 4. 10, 26, π. Ζ. Γεν. 5. 7, 22.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nœud.
Étymologie: συνάπτω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συνάπτω
σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῑν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ναυτ.
1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους
2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με καντηλίτσες
αρχ.
1. γάγγλιο («οὐχ ὥσπερ τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις εἶναι σύναμμα πολλῶν ὀρχῶν», Αριστοτ.)
2. φρ. «Περὶ συναμμάτων» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.