συμβιβασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβῐβασμός''': ὁ, [[ἕνωσις]], Γ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 1409. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[συμβιβασμός]], Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 69· σ. εἰρήνης Ἐπιφάν. Αἱρ. 66, 14 (τ. 1, σ. 631C).
|lstext='''συμβῐβασμός''': ὁ, [[ἕνωσις]], Γ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 1409. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[συμβιβασμός]], Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 69· σ. εἰρήνης Ἐπιφάν. Αἱρ. 66, 14 (τ. 1, σ. 631C).
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[συμβιβάζω]]<br />[[συνδιαλλαγή]], [[συμφωνία]] για την [[άρση]] διαφορών [[μεταξύ]] διαμαχομένων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις («με τις αξιώσεις που προβάλλει η [[άλλη]] [[πλευρά]], ο [[συμβιβασμός]] δεν [[είναι]] [[εφικτός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[σύμβαση]] με την οποία οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις [[έριδα]] ή [[αβεβαιότητα]] για μια έννομη [[σχέση]] τους<br /><b>2.</b> (στο δημοσιονομικό [[δίκαιο]]) η διοικητική [[επίλυση]] της διαφοράς που υπάρχει [[μεταξύ]] φορολογουμένου και φορολογούσης αρχής για το [[μέγεθος]] του φορολογητέου ποσού και του αναλογούντος φόρου<br /><b>μσν.</b><br />[[συνένωση]], [[σύνδεση]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[συμβιβάζω]]<br />[[συνδιαλλαγή]], [[συμφωνία]] για την [[άρση]] διαφορών [[μεταξύ]] διαμαχομένων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις («με τις αξιώσεις που προβάλλει η [[άλλη]] [[πλευρά]], ο [[συμβιβασμός]] δεν [[είναι]] [[εφικτός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[σύμβαση]] με την οποία οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις [[έριδα]] ή [[αβεβαιότητα]] για μια έννομη [[σχέση]] τους<br /><b>2.</b> (στο δημοσιονομικό [[δίκαιο]]) η διοικητική [[επίλυση]] της διαφοράς που υπάρχει [[μεταξύ]] φορολογουμένου και φορολογούσης αρχής για το [[μέγεθος]] του φορολογητέου ποσού και του αναλογούντος φόρου<br /><b>μσν.</b><br />[[συνένωση]], [[σύνδεση]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[συμβιβάζω]]<br />[[συνδιαλλαγή]], [[συμφωνία]] για την [[άρση]] διαφορών [[μεταξύ]] διαμαχομένων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις («με τις αξιώσεις που προβάλλει η [[άλλη]] [[πλευρά]], ο [[συμβιβασμός]] δεν [[είναι]] [[εφικτός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[σύμβαση]] με την οποία οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις [[έριδα]] ή [[αβεβαιότητα]] για μια έννομη [[σχέση]] τους<br /><b>2.</b> (στο δημοσιονομικό [[δίκαιο]]) η διοικητική [[επίλυση]] της διαφοράς που υπάρχει [[μεταξύ]] φορολογουμένου και φορολογούσης αρχής για το [[μέγεθος]] του φορολογητέου ποσού και του αναλογούντος φόρου<br /><b>μσν.</b><br />[[συνένωση]], [[σύνδεση]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβῐβασμός Medium diacritics: συμβιβασμός Low diacritics: συμβιβασμός Capitals: ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: symbibasmós Transliteration B: symbibasmos Transliteration C: symvivasmos Beta Code: sumbibasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A conciliation, Iamb.VP 16.69, cf. 33.229, prob. in MAMA1.10 (Supp.Epigr.6.332, Laodicea Combusta); = transactio, Gloss.

German (Pape)

[Seite 978] ὁ, = συμβίβασις, Iambl. v. Pyth. 69.

Greek (Liddell-Scott)

συμβῐβασμός: ὁ, ἕνωσις, Γ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 1409. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, συμβιβασμός, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 69· σ. εἰρήνης Ἐπιφάν. Αἱρ. 66, 14 (τ. 1, σ. 631C).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ συμβιβάζω
συνδιαλλαγή, συμφωνία για την άρση διαφορών μεταξύ διαμαχομένων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις («με τις αξιώσεις που προβάλλει η άλλη πλευρά, ο συμβιβασμός δεν είναι εφικτός»)
νεοελλ.
1. (νομ.) σύμβαση με την οποία οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις έριδα ή αβεβαιότητα για μια έννομη σχέση τους
2. (στο δημοσιονομικό δίκαιο) η διοικητική επίλυση της διαφοράς που υπάρχει μεταξύ φορολογουμένου και φορολογούσης αρχής για το μέγεθος του φορολογητέου ποσού και του αναλογούντος φόρου
μσν.
συνένωση, σύνδεση.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ συμβιβάζω
συνδιαλλαγή, συμφωνία για την άρση διαφορών μεταξύ διαμαχομένων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις («με τις αξιώσεις που προβάλλει η άλλη πλευρά, ο συμβιβασμός δεν είναι εφικτός»)
νεοελλ.
1. (νομ.) σύμβαση με την οποία οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις έριδα ή αβεβαιότητα για μια έννομη σχέση τους
2. (στο δημοσιονομικό δίκαιο) η διοικητική επίλυση της διαφοράς που υπάρχει μεταξύ φορολογουμένου και φορολογούσης αρχής για το μέγεθος του φορολογητέου ποσού και του αναλογούντος φόρου
μσν.
συνένωση, σύνδεση.