σύμφορος: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(39)
(39)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[σύμφορος]] ? συμφορο[ (supp. Turyn) Πα. 7C. a. 12.
|sltr=[[σύμφορος]] ? συμφορο[ (supp. Turyn) Πα. 7C. a. 12.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφορος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α [[συμφέρω]]<br /><b>1.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[επωφελής]] («θυμὸς δ' ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] («σύμφορη [[λύση]]»)<br /><b>3.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύει, ο [[σύντροφος]] («λιμὸς γάρ τοι [[πάμπαν]] ἀεργῷ [[σύμφορος]] ἀνδρί», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύμφορον</i><br />το [[συμφέρον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σύμφορόν ἐστι» — [[είναι]] ταιριαστό, αρμόζει («[[οὔτοι]] σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι», <b>Θεόγν.</b>)<br />β) «δρᾱν τὰ συμφορώτατά τινι» — το να κάνει [[κανείς]] ό,τι τον συμφέρει περισσότερο.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφορος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α [[συμφέρω]]<br /><b>1.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[επωφελής]] («θυμὸς δ' ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] («σύμφορη [[λύση]]»)<br /><b>3.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύει, ο [[σύντροφος]] («λιμὸς γάρ τοι [[πάμπαν]] ἀεργῷ [[σύμφορος]] ἀνδρί», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύμφορον</i><br />το [[συμφέρον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σύμφορόν ἐστι» — [[είναι]] ταιριαστό, αρμόζει («[[οὔτοι]] σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι», <b>Θεόγν.</b>)<br />β) «δρᾱν τὰ συμφορώτατά τινι» — το να κάνει [[κανείς]] ό,τι τον συμφέρει περισσότερο.
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφορος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α [[συμφέρω]]<br /><b>1.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[επωφελής]] («θυμὸς δ' ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]], [[πρόσφορος]] («σύμφορη [[λύση]]»)<br /><b>3.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύει, ο [[σύντροφος]] («λιμὸς γάρ τοι [[πάμπαν]] ἀεργῷ [[σύμφορος]] ἀνδρί», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύμφορον</i><br />το [[συμφέρον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σύμφορόν ἐστι» — [[είναι]] ταιριαστό, αρμόζει («[[οὔτοι]] σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι», <b>Θεόγν.</b>)<br />β) «δρᾱν τὰ συμφορώτατά τινι» — το να κάνει [[κανείς]] ό,τι τον συμφέρει περισσότερο.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφορος Medium diacritics: σύμφορος Low diacritics: σύμφορος Capitals: ΣΥΜΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sýmphoros Transliteration B: symphoros Transliteration C: symforos Beta Code: su/mforos

English (LSJ)

ον,

   A accompanying, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί hunger is the sluggard's companion, Hes.Op.302: c. gen., πενίης οὐ σύμφοροι, ἀλλὰ κόροιο Id.Th.593.    II suitable, useful, profitable, c. dat., ἔκτη . . κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν the sixth day is not good for a girl, Id.Op.783; οὐ . . σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι Thgn.457; ἡ πενίη κακῷ σύμφορος ἀνδρὶ φέρειν Id.526; πολλῷ ξυμφορώτερον ἐς . . Th.3.47; πρὸς . . Pl.Lg.766e, Isoc.6.74 (Sup.); σύμφορόν ἐστι, = συμφέρει, Hdt.8.60.ά, S.OC592; Πλούτῳ . . τοῦτο -ώτατον Ar.Pl.1162, cf. Th.2.36: τὰ σ. what is expedient, S.OC464, etc.; τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς departing from his necessary (i.e. natural) interests, Th.4.128; δρᾶν τὰ -ώτατά τινι E.Med.876; τὸ ὑμέτερον ξ. your plea of expediency, opp. τὸ δίκαιον, Th.5.98, cf. 3.47. Adv., -ρως ἔχειν to be expedient, Isoc.5.102; Χρῆσθαι X.Cyr.4.2.45: Comp. -ώτερον Id.HG6.5.39: Sup. -ώτατα Th.8.43, X.Cyr.5.3.22, PCair.Zen.637.14 (iii B.C.), etc.    2 rarely of persons, ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι most convenient to make war upon, Th.8.96.    III τὸ σύμφορον ὄνομα is f.l. for τὸ σῦφαρ ὄνομα (cj. Schöne, Berl.Sitzb.1924.100) in Gal.6.379.

German (Pape)

[Seite 992] das, was sich wobei zuträgt, damit nothwendig zusammenhängt, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, Hunger ist dem Faulen ein steter oder verdienter Gefährte, Hes. O. 304; auch c. gen., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο, der Uebersättigung Gefährten, Th. 593. – Gew. angemessen, zuträglich, κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν ἕκτη, der sechste Monatstag ist einem Mädchen nicht zuträglich, Hes. O. 783; γυνὴ νέα οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι, ein junges Weib paßt nicht für einen alten Mann, Theogn. 457; übh. nützlich, παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα, Soph. O. C. 465; θυμὸς δ' ἐν κακοῖς οὐ ξύμφορον, 596, u. oft; δοκεῖ μοι ταῦτα ξύμφορ' εἶναι, Eur. Med. 779; ὃς ἡμῖν δρᾷ τὰ συμφορώτατα, 876; Ar. Plut. 1162; Her. 8, 60, 1; ἔς τι, Thuc. 3, 47; πρός τι, Plat. Legg. VI, 766 e; ὡς εἰς παίδων γενεὰν οὐ ξύμφορα τὰ τοιαῦτα, XI, 913 c; τοῦτο εἰς τὴν κρίσιν ἡμῖν ἐστι ξυμφορώτατον, Phil. 64 c; Xen. Cyr. 2, 2, 20; auch adv., συμφόρως, 9, 2, 45; συμφορώτερον, Thuc. 3, 40.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφορος: -ον, (συμφέρω) ὁ ὁμοῦ μετά τινος φερόμενος, ὁ συνοδεύων αὐτόν, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, ἡ πεῖνα εἶναι σύντροφος τοῦ ἀργοῦ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 300· μετὰ γεν., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 593. πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 83. ΙΙ. χρήσιμος, ὠφέλιμος, πρόσφορος, ἁρμόδιος, κατάλληλος, καλός, μετὰ δοτικ., κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν ἕκτη, ἡ ἕκτη ἡμέρα δὲν εἶναι καλὴ διὰ κοράσιον, «κόρη δὲ οὐ συμφέρουσά ἐστι» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 781· γυνὴ νέα… οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι Θέογν. 457· ἡ πενίη κακῷ σύμφορον ἀνδρὶ φέρειν ὁ αὐτ. 526· πολλῷ ξυμφορώτερον ἐς… Θουκ. 3. 47· πρός… Πλάτ. Νόμ, 766Ε, Ἰσοκρ. 131C· ― σύμφορόν ἐστι = συμφέρει, μετ’ ἀπαρεμφ., Ἡροδ. 8. 60, 1· ― Πλούτῳ... τοῦτο συμφορώτατον Ἀριστοφ. Πλ. 1162, πρβλ. Θουκ., κλπ.· τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς, ἀπομακρυνθεὶς ἀπὸ τῶν ἀναγκαίων (δηλ. τῶν φυσικῶν) του συμφερόντων, ὁ αὐτ. 4. 128· δρᾶν τὰ ξυμφορώτατά τινι Εὐρ. Μήδ. 876· τὸ ὑμέτερον, ξ., ἡ περὶ τοῦ συμφέροντος δικαιολογία σας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δίκαιον, Θουκ. 5. 98, πρβλ. 3. 47. ― Ἐπίρρ., συμφόρως ἔχειν, σκοπίμως ἔχειν, Ἰσοκρ. 192Ε, Ξεν. συγκρ. συμφορώτερον, Θουκ. 3. 40, Ξεν. ὑπερθ. -ώτατα, Εὐρ. Μήδ. 876, Θουκ. 8. 43, Ξεν., κλπ. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, ξυμφερώτατοι προσπολεμῆσαι, προσφορώτατοι ὅπως πολεμήσῃ τις κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 8. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui convient à, dat. ou ἐς et l’acc. ; avantageux, utile à, τινι ; σύμφορόν ἐστι avec l’inf. HDT il est avantageux de, il est utile de ; τὸ ὑμέτερον ξύμφορον THC votre avantage ; SOPH τὰ σύμφορα ce qui est avantageux;
Cp. συμφορώτερος, Sp. συμφορώτατος.
Étymologie: σύν, φέρω.

English (Slater)

σύμφορος ? συμφορο[ (supp. Turyn) Πα. 7C. a. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφορος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α συμφέρω
1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ' ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», Σοφ.)
2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση»)
3. ευνοϊκός
αρχ.
1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι πάμπαν ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί», Ησίοδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύμφορον
το συμφέρον
3. φρ. α) «σύμφορόν ἐστι» — είναι ταιριαστό, αρμόζει («οὔτοι σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι», Θεόγν.)
β) «δρᾱν τὰ συμφορώτατά τινι» — το να κάνει κανείς ό,τι τον συμφέρει περισσότερο.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφορος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α συμφέρω
1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ' ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», Σοφ.)
2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση»)
3. ευνοϊκός
αρχ.
1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι πάμπαν ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί», Ησίοδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύμφορον
το συμφέρον
3. φρ. α) «σύμφορόν ἐστι» — είναι ταιριαστό, αρμόζει («οὔτοι σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι», Θεόγν.)
β) «δρᾱν τὰ συμφορώτατά τινι» — το να κάνει κανείς ό,τι τον συμφέρει περισσότερο.