συναρμολόγηση: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συναρμολογώ]], η [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων για τη [[συγκρότηση]] ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρμολογώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συναρμολόγησις</i>, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συναρμολογώ]], η [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων για τη [[συγκρότηση]] ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρμολογώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συναρμολόγησις</i>, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[συναρμολογώ]], η [[σύνδεση]] επιμέρους τμημάτων για τη [[συγκρότηση]] ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[συναρμογή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρμολογώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συναρμολόγησις</i>, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του συναρμολογώ, η σύνδεση επιμέρους τμημάτων για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου
2. τεχνολ. η συναρμογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναρμολόγησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του συναρμολογώ, η σύνδεση επιμέρους τμημάτων για τη συγκρότηση ενός αρμονικού και ενιαίου συνόλου
2. τεχνολ. η συναρμογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναρμολόγησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].