χαλκόπυλος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(SL_2)
(46)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>χαλκόπῠλος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] gates of [[bronze]] ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας ([[ἐπεὶ]] διὰ χαλκῶν λεοντοχασματίων ῥεῖ Σ.) (Pae. 6.7)
|sltr=<b>χαλκόπῠλος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] gates of [[bronze]] ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας ([[ἐπεὶ]] διὰ χαλκῶν λεοντοχασματίων ῥεῖ Σ.) (Pae. 6.7)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>πυλος</i>, <i>μακρό</i>-<i>πυλος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόπῠλος Medium diacritics: χαλκόπυλος Low diacritics: χαλκόπυλος Capitals: ΧΑΛΚΟΠΥΛΟΣ
Transliteration A: chalkópylos Transliteration B: chalkopylos Transliteration C: chalkopylos Beta Code: xalko/pulos

English (LSJ)

ον,

   A with gates of brass or bronze, ἱρόν Hdt.1.181; χ. θεά, epith. of Athena, E.Tr.1113 (lyr.); ὕδωρ, of Castalia, because issuing from bronze spouts in the shape of lions' heads, Pi.Pae.6.7.

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernen oder kupfernen Thoren, Pforten, Her. 1, 181; θεά, Athene, die sonst χαλκί. οικος heißt, Eur. Troad. 1113, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπῠλος: -ον, ὁ ἔχων πύλας ἐκ χαλκοῦ ἢ ὀρειχάλκου, ἱερὸν Ἡρόδ. 1. 181· χαλκ. θεά, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς ὡς τὸ χαλκίοικος, Εὐρ. Τρῳ. 1113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux portes d’airain.
Étymologie: χαλκός, πύλη.

English (Slater)

χαλκόπῠλος
   1 with gates of bronze ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας (ἐπεὶ διὰ χαλκῶν λεοντοχασματίων ῥεῖ Σ.) (Pae. 6.7)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», Ηρόδ.)
2. (ως προσωνυμία της Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. καλλί-πυλος, μακρό-πυλος].